Η θολή σχέση των influencers με την πολιτική

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto.gr, 5.12.2022

Καθώς σύντομα μπαίνουμε σε εκλογική διετία (εθνικές και αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές) ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων (social media) αναμένεται να ενισχυθεί. Στην ουσία η εκλογική μάχη σε μεγάλο βαθμό θα δοθεί εκεί, όχι μόνο άμεσα, από τους υποψήφιους και τα κόμματα που, εύλογα, εκεί θα δαπανήσουν μεγάλο μέρος του εκλογικού τους προϋπολογισμού, αλλά και έμμεσα, από τους influencers (ελλείψει ελληνικού όρου) της μιας και της άλλης πλευράς.
Ενώ όμως οι υποψήφιοι και τα κόμματα φέρουν κομματικό τίτλο, και επομένως ο λόγος και ο ρόλος τους είναι ξεκάθαρος, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους influencers. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική θέση καθενός ούτε φανερή είναι, ούτε τα κίνητρά τους διαπιστώσιμα – ούτε, άλλωστε, τους υποχρεώνει κανείς σε συνέχεια και συνέπεια: τη μια φορά μπορούν να τα λένε έτσι και την άλλη αλλιώς.
Με τον όρο influencers εννοώ τα «επαγγελματικά» προφίλ στα social media, δηλαδή τους λογαριασμούς που έχουν πάνω από 4.000 φίλους ή «ακόλουθους». Οποιοσδήποτε ιδιώτης που χρησιμοποιεί τα social media μόνο για προσωπική του χρήση δεν μπορεί να έχει περισσότερους από χίλιους ή έστω δύο χιλιάδες «φίλους»: τους 300-500 θα τους γνωρίζει προσωπικά και οι υπόλοιποι θα αποτελούν τον ευρύτερο κύκλο του. Οτιδήποτε παραπάνω από αυτό αποτελεί, για μένα τουλάχιστον, επαγγελματική χρήση των social media.
Το πρόβλημα με τους influencers όσον αφορά την πολιτική είναι ότι αποκτούν τον κύκλο τους με συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο κατά κανόνα δεν την αφορά. Δηλαδή, είναι κάποιος influencer επειδή είναι καλός μάγειρας και «ανεβάζει» εξαιρετικές συνταγές. Ή, είναι καλός αθλητής και ανεβάζει αθλητική ενημέρωση. Ή, είναι ειδικός στη μόδα ή στη διατροφή ή στα βιβλία και δημοσιεύει στο προφίλ του αντίστοιχες πληροφορίες. Με άλλα λόγια, κάθε influencer έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο ενδιαφέρει τους «ακόλουθούς» του.
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως είναι γνωστό, συχνά οι influencer αμείβονται για διαφημιστικές υπηρεσίες που παρέχουν μέσω του προφίλ τους. Δηλαδή, επιχειρήσεις πληρώνουν influencers για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους, προφανώς στο αντικείμενό τους. Από τη μεριά τους συχνά οι influencer πληρώνουν τις πλατφόρμες των social media για την προώθηση του προφίλ τους. Πρόκειται για έναν κύκλο της σύγχρονης οικονομίας που επικρατεί γύρω μας.
Τι γίνεται όμως όταν στο παραπάνω μοντέλο τυχόν παρεισφρήσει η πολιτική; Τι θα γίνει αν κάποιος influencer, καθώς ανεβάζει φωτογραφίες και video φαγητών, αγώνων ή ρούχων, παρεμπιπτόντως και «εντελώς τυχαία» αναφέρει ότι υποστηρίζει το ένα ή το άλλο κόμμα; Τον έναν ή τον άλλον πολιτικό; Η πλατφόρμα, συνηθισμένη να μεταδίδει τα post του σε όλους τους «ακολούθους» του, θα μεταδώσει και τα μηνύματα αυτά. Οι ακόλουθοί του, συνηθισμένοι να διαβάζουν ό,τι ποστάρει θα δουν και τα μηνύματα αυτά. Έτσι, η, έμμεση και άδηλη διαφήμιση θα έχει ολοκληρωθεί.
Για να είμαστε δίκαιοι αυτό δεν είναι ανήκουστο στην πραγματική, μη ψηφιακή ζωή. Είναι γνωστό σε όλους ότι οι καλλιτέχνες καλούνται, και αρέσκονται, να παίρνουν πολιτική θέση. Το ίδιο και οι, δημόσιοι, διανοούμενοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις καθένας χρησιμοποιεί το μέσο του: οι καλλιτέχνες τις συναυλίες, οι διανοούμενοι τις εφημερίδες και όλοι μαζί την τηλεόραση και τα ραδιόφωνα. Ούτε σε κείνους υπάρχει απαίτηση συνέπειας: συχνά αλλάζουν «στρατόπεδα». Και εκείνοι επηρεάζουν το κοινό τους – ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν τα κόμματα, που συχνά τους βάζουν στα ψηφοδέλτιά τους για τον λόγο αυτόν. Αφού λοιπόν σε κείνους επιτρέπεται (αν δεν είναι αναμενόμενο, κιόλας), γιατί άραγε να απαγορεύεται στους influencers;
Η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται στον όγκο της πληροφορίας. Οι καλλιτέχνες και οι δημόσιοι διανοούμενοι είναι τελικά λίγες δεκάδες άτομα που μπορεί να επηρεάζουν πολλούς όμως, επειδή ακριβώς είναι λίγοι, «παρακολουθούνται». Δηλαδή, είναι ήδη γνωστές οι θέσεις τους, κρίνονται και, αναλόγως πως πάνε τα πράγματα, οι ίδιοι «υποφέρουν» ή «κερδίζουν» από αυτές με εξίσου ορατό σε όλους τρόπο. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει για τους influencers. Είναι χιλιάδες, επηρεάζει καθένας τους συγκριτικά λίγους, και, έξω από τον κύκλο τους, κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Έτσι, η «ζαβολιά» και η παρατυπία, η αθέμιτη δηλαδή διαφήμιση και προώθηση, είναι πιο εύκολο να συμβεί. Μέχρι οι χρήστες του διαδικτύου να εκπαιδευτούν στους κινδύνους που διατρέχουν από παρόμοιες πρακτικές νομίζω ότι μια, άνωθεν, κρατική παρέμβαση θα έκανε σε όλους (μας) καλό

Τα ψηφιακά μπλε και πράσινα καφενεία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto, 08.09.2022

O Economist αυτής της εβδομάδας προειδοποιεί ξανά για το πρόβλημα της πολιτικής πόλωσης στην Αμερική: Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι δεν μιλούν πια μεταξύ τους ενώ οι Πολιτείες έχουν διαλέξει τη μια ή την άλλη πολιτική κατεύθυνση και όχι μόνο δεν συγκλίνουν προς ένα (ομοσπονδιακό) κέντρο αλλά, αντιθέτως, καθεμία τους προωθεί ολοένα και πιο ακραίες (και ανεδαφικές) πολιτικές, προσπαθώντας να ικανοποιήσει την, εξίσου ακραία, εκλογική της βάση. Παρότι ο Economist κατηγορεί γι αυτό το είδος της ομοσπονδίας που διάλεξαν οι ΗΠΑ (μεγάλη ανεξαρτησία στις Πολιτείες), κατά τη γνώμη μου κύριος υπεύθυνος για την ριζοσπαστικοποίηση των πολιτών σε Αμερική (αλλά και στην Ευρώπη) σήμερα είναι τα social media.

Για τα social media έχουν γίνει πολλοί παραλληλισμοί με την πραγματική ζωή, όμως νομίζω ότι κανένας τους δεν είναι επιτυχημένος. Έχει ειπωθεί ότι μοιάζουν με καφενεία, όμως σε κανένα καφενείο δεν μπορεί κανείς να πετάξει μια ανώνυμη, ακραία γνώμη και οι υπόλοιποι, εξίσου ανώνυμα, να τον χειροκροτήσουν, να τον βρίσουν ή να τον απειλήσουν. Ούτε φυσικά και με τις αρχαίες αγορές μοιάζουν γιατί και εκεί υπήρχαν κανόνες, κανείς δεν έπαιρνε τον λόγο χωρίς συνέπειες. Επιπλέον, το δυνητικά τεράστιο αριθμητικά κοινό στο ίντερνετ ανατρέπει κάθε μέτρο σύγκρισης στον πραγματικό κόσμο.

Το άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό των ιντερνετικών κοινωνικών δικτύων είναι ο αυτό-εγκλωβισμός. Οι αλγόριθμοί τους επιδιώκουν να μεγιστοποιούν την ευχαρίστηση καθενός από εμάς καθώς διαβάζει τα νέα του. Ο μόνος ασφαλής τρόπος να το πετύχουν αυτό είναι να μας δίνουν μια από τα ίδια. Στην ουσία, κάθε ένα λάικ μας καταγράφεται και τα επόμενα κείμενα και εικόνες που μας σερβίρονται είναι συναφή με αυτό. Έτσι, οι δεξιοί ακούν μόνο τις γνώμες, τα αστεία και τα νέα των δεξιών και οι αριστεροί μόνο των αριστερών.

Με αυτή την έννοια ίσως μπορούμε να εντοπίσουμε στο παρελθόν της Ελλάδας κάτι που να θυμίζει τα social media σήμερα: τα μπλε και τα πράσινα καφενεία της δεκαετίας του 1980. Τα χρόνια τότε ήταν τόσο πολιτικά πολωμένα που η ελληνική κοινωνία είχε χωριστεί στα δύο: οι μισοί επισκέπτονταν μόνο μπλε καφενεία και οι άλλοι μισοί μόνο πράσινα, επειδή απλούστατα ήταν αδύνατη η συνύπαρξη όλων σε ένα. Αυτονόητα, εκεί μέσα οι εφημερίδες και οι συζητήσεις ήταν αποκλειστικά της μιας ή της άλλης κατεύθυνση.

Το σημαντικότερο πρόβλημα με την πόλωση είναι ότι όσοι την βιώνουν ζουν τελικά μέσα σε μια πολιτική φούσκα. Νομίζουν ότι όλη η υπόλοιπη κοινωνία συμφωνεί μαζί τους. Επειδή μιλούν για πολύ καιρό μόνο με ομοϊδεάτες τους πιστεύουν ότι όλη η κοινωνία σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Αν τύχει και βγουν από αυτή απορούν και διαμαρτύρονται, πόσο παράλογοι είναι οι «απέναντι».

Ένα άλλο πρόβλημα είναι η όξυνση. Μετά από καιρό μέσα στην ίδια πολιτική φούσκα οι μετριοπαθείς απόψεις αδυνατίζουν. Βαριέται κανείς εύκολα τη μετρημένη θέση και την ήρεμη ανάλυση. Σε περιόδους έξαρσης ακραίες θέσεις συγκεντρώνουν περισσότερα λάικς – βλέποντας αυτό όσοι θέλουν να τραβήξουν την προσοχή μαθαίνουν ότι, αν θέλουν ακόμα περισσότερα λάικς από τους προηγούμενους, θα πρέπει να εκφράσουν ακόμα πιο ακραίες θέσεις.

Πως λύθηκε το πρόβλημα των μπλε και πράσινων καφενείων της δεκαετίας του 1980; Από μόνο του. Στα τέλη της δεκαετίας ο κόσμος είχε κουραστεί, τα λεφτά τελείωσαν, τα προβλήματα μεγάλωσαν και έτσι παραμερίστηκαν οι ακραίοι και οι κορώνες τους. Με τον ίδιο τρόπο πιστεύω ότι θα λυθεί και το πρόβλημα των ιντερνετικών κοινωνικών δικτύων: οι πολίτες θα καταλάβουν κάποτε ότι ο αλγόριθμος τους εκμεταλλεύεται, και θα χάσει την εμπιστοσύνη τους. Θα πρέπει επομένως να κάνουμε υπομονή για καμία δεκαριά χρόνια ακόμα – μέχρι τότε οι δυτικές δημοκρατίες μας πρέπει να αντέξουν ενάντια σε όλα τα ακραία εκείνα στοιχεία που θέλουν το κακό τους.

«Δημοκρατική Τεχνητή Νοημοσύνη»: Η ελληνική προσφορά σε ένα παγκόσμιο ζήτημα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto.gr,

Η Εθνική Στρατηγική για την Τεχνητή Νοημοσύνη, που σύντομα το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης θα θέσει σε διαβούλευση, προσφέρει νομίζω μια καλή ευκαιρία να σκεφτούμε πως και γιατί (πρέπει να) απασχολεί η Τεχνητή Νοημοσύνη την Ελλάδα.

Το γιατί είναι εύκολο. Οι εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης σύντομα θα επηρεάσουν κάθε τομέα της ζωής μας, επομένως πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Στην ουσία, όλο το λογισμικό που σήμερα στηρίζει τη ζωή μας, από το κινητό μέχρι το αυτοκίνητό μας και από τις αποθήκες των super market μέχρι την ψηφιακή διακυβέρνηση, θα μετακινηθεί προς την υιοθέτηση τέτοιων τεχνολογιών. Η Τεχνητή Νοημοσύνη αναμένεται να κάνει τα πράγματα γύρω μας πιο «έξυπνα».

Τα παραπάνω δίνουν και το πως, τον τρόπο δηλαδή που η Τεχνητή Νοημοσύνη πρέπει να απασχολήσει την Ελλάδα. Υπάρχουν δύο διαστάσεις στο θέμα, μια οικονομική και μια ηθική. Η οικονομική αφορά το κέρδος στην παραγωγικότητα, τις νέες δεξιότητες και τα νέα επαγγέλματα. Η ηθική αφορά τη χρήση της από τους πολίτες.

Από οικονομική πλευρά καλό θα ήταν η Ελλάδα να μην μείνει απλός χρήστης. Αντιλαμβάνομαι φυσικά ότι όπου ανταγωνίζονται οι ΗΠΑ και η Κίνα, ποιος θα βγάλει τον πιο εξελιγμένο αλγόριθμο, μεμονωμένες χώρες σαν την Ελλάδα (ή και οποιαδήποτε άλλη της Ευρώπης) δεν χωρούν. Το μόνο μας «χαρτί» είναι η συλλογική προσπάθεια μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία μπορούμε να συμμετάσχουμε μέσω των «νησίδων αριστείας» μας, δηλαδή των μεγάλων ακαδημαϊκών ερευνητικών μας κέντρων.

Από ηθική πλευρά, ο πολίτης πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο. Τα τελευταία χρόνια έχουμε βρεθεί σε μια τεχνολογική κοσμογονία. Πράγματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα, όπως το Facebook ή η Google ή το Amazon, πριν 15-20 χρόνια δεν υπήρχαν καν. Όσα έρχονται αναμένεται να ξεπεράσουν τη φαντασία μας. Συνεπώς ο πολίτης αφενός πρέπει να εκπαιδευτεί και αφετέρου να προστατευτεί.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ζητήσει από κάθε Κράτος-Μέλος να εκδώσει τη δική του Εθνική Στρατηγική για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Το πιο απλό για το Υπουργείο θα ήταν να υιοθετήσει το ευρωπαϊκό κείμενο, μεταφέροντας τη δομή και τις προτάσεις του στην ελληνική πραγματικότητα. Όμως, δεν αρκέστηκε σε αυτό. Αντιθέτως, «χτίζει» την ελληνική προσφορά στο θέμα, δηλαδή την «Δημοκρατική Τεχνητή Νοημοσύνη».

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, βάση του κειμένου του Υπουργείου θα είναι εργασία επιστημονικής ομάδας του «Δημόκριτου» σε συνεργασία με άλλα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια της χώρας. Αυτό από μόνο του είναι θετικό, αφού επιτέλους η Πολιτεία δείχνει να εκτιμά και να κάνει άμεση χρήση του επιστημονικού δυναμικού της Ελλάδας. Όμως, ο «Δημόκριτος» δεν στάθηκε μόνο εκεί, αλλά πρότεινε και την ιδέα της «Δημοκρατικής Τεχνητής Νοημοσύνης» σε επιστημονικά άρθρα του ήδη εδώ και δύο χρόνια. Η δημοκρατικότητα αφορά τόσο στην πρόσβαση και τον έλεγχο της Τεχνητής Νοημοσύνης όσο και στο σχεδιασμό και την υλοποίηση αντίστοιχων συστημάτων.

Ο πρώτος ελληνικός μονόκερος και τα δυο νόμπελ λογοτεχνίας της Ελλάδας

Δημοσιεύθηκε στο STARTUPPER MAG, 22.02.2022,

Η αποτίμηση της Viva Wallet με ποσό άνω των 2δις δολαρίων δημιούργησε τον πρώτο ελληνικό μονόκερο. Δύο είναι, πιστεύω, οι πιο σημαντικές προσφορές αυτού του επιτεύγματος: Πρώτη, ότι η Ελλάδα μπήκε επιτέλους στο club των κρατών που διαθέτουν έναν, και μάλιστα αναγνωρίσιμο (δεν θα ήταν το ίδιο αν η εταιρεία ήταν B2B) μονόκερο. Από δω και πέρα οποιοσδήποτε αναρωτηθεί ξανά για το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας θα μπορεί να παραπέμπεται σε αυτόν. Δεύτερη, ότι η εταιρεία το πέτυχε αυτό διατηρώντας την έδρα της στην Αθήνα. Δεν ακολούθησε δηλαδή το διεθνές υπόδειγμα της μεταφοράς της έδρας σε ελκυστικότερες πόλεις για ευνόητους λόγους. Η εθνική προσφορά αυτής της επιλογής είναι ανεκτίμητη.

Προσωπικά είχα καταλάβει ότι η Viva Wallet τα πηγαίνει εξαιρετικά όταν, εδώ και καιρό, οπουδήποτε και αν πλήρωνα στις Βρυξέλλες με την κάρτα μου, είτε σε ταξί είτε σε εστιατόρια είτε σε καταστήματα, έβλεπα πάνω στην απόδειξη το λογότυπό της. Για εμένα ήταν, και παραμένει, το μοναδικό παράδειγμα που ελληνική εταιρεία καταφέρνει να επιβληθεί σε πολύ μεγαλύτερους αντιπάλους της και μάλιστα μέσα στο γήπεδό τους. Εδώ δεν μιλάμε για μια ελληνική εταιρεία που κατέκτησε την ελληνική αγορά και μετά εξήγαγε σε άλλες, κάτω από αυτήν στη διεθνή κλίμακα, χώρες. Εδώ μιλάμε για μια ελληνική εταιρεία που επιβλήθηκε σε αγορές χωρών με πολύ ανώτερο γενικό τεχνολογικό επίπεδο από εκείνο της χώρας προέλευσής της.

Και από δω και πέρα τι; Κάποτε ο Παντελής Μπουκάλας όταν ρωτήθηκε για τη σημασία των δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας στην Ελλάδα (εκπομπή Παρασκήνιο, διατίθεται online) απάντησε ότι είχαν την ίδια σημασία όσο και το Νόμπελ Λογοτεχνίας του Ουόλκοτ στις Αντίλλες. Για την ακρίβεια, ολόκληρη η εκπομπή αναρωτήθηκε αν τελικά τα Νόμπελ προσέφεραν στην Ελλάδα και στη λογοτεχνία της ή μόνο στους νικητές τους, και αν είχαν παρενέργειες ή όχι. Πράγματι, ο κίνδυνος της φωτοβολίδας είναι πάντα υπαρκτός. Μπορεί το περιστατικό να αποδειχθεί τελικά μεμονωμένο. Μπορεί στην πορεία να «κάψει» άλλες προσπάθειες, είτε για λόγους εσωτερικούς (μιμητισμός) είτε εξωτερικούς (παράλογες προσδοκίες). Ο χρόνος θα δείξει. Για την ώρα ας κρατήσουμε το μόνο αμετάκλητα καλό, ότι δηλαδή αυτή είναι μια κουβέντα που πλέον και η Ελλάδα δικαιούται να κάνει.

New Article: Big data analytics in electronic communications: A reality in need of granular regulation (even if this includes an interim period of no regulation at all)

Vagelis Papakonstantinou and  Paul de Hert have just published their latest article, «Big data analytics in electronic communications: A reality in need of granular regulation (even if this includes an interim period of no regulation at all)» in the Computer Law & Security Review, Volume 36 .

Abstract

In this article, we provide an overview of the literature on chilling effects and corporate profiling, while also connecting the two topics. We start by explaining how profiling, in an increasingly data-rich environment, creates substantial power asymmetries between users and platforms (and corporations more broadly). Inferences and the increasingly automated nature of decision-making, both based on user data, are essential aspects of profiling. We then connect chilling effects theory and the relevant empirical findings to corporate profiling. In this article, we first stress the relationship and similarities between profiling and surveillance. Second, we describe chilling effects as a result of state and peer surveillance, specifically. We then show the interrelatedness of corporate and state profiling, and finally spotlight the customization of behaviour and behavioural manipulation as particularly significant issues in this discourse. This is complemented with an exploration of the legal foundations of profiling through an analysis of European and US data protection law. We find that while Europe has a clear regulatory framework in place for profiling, the US primarily relies on a patchwork of sector-specific or state laws. Further, there is an attempt to regulate differential impacts of profiling via anti-discrimination statutes, yet few policies focus on combating generalized harms of profiling, such as chilling effects. Finally, we devise four concise propositions to guide future research on the connection between corporate profiling and chilling effects.