Είναι το software, η μουσική, τα βιβλία μας προϊόν ή υπηρεσία;

Δημοσιεύθηκε στο 2045.gr, 10.06.2024

Ολόκληρη η βιομηχανία σήμερα μετατρέπει τα προϊόντα της σε υπηρεσία. Από τη μουσική και τις ταινίες που ισχύει ήδη, μέχρι τα αυτοκίνητα -και ποιος ξέρει τι άλλο- στο μέλλον.

Αφορμή γι αυτό το κείμενο στάθηκε ένα άλλο, πιο νομικό, για την ανάγκη να αποκτήσουμε ένα δικαίωμα στην εξατομίκευση της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI individualization) – πιο πολλά γι αυτό το θέμα σύντομα, όμως εδώ σχολιάζω κάτι διαφορετικό: μια τάση που ίσως για πάρα πολύ καιρό έχει μείνει ασχολίαστη, σε βαθμό που οι επόμενες γενιές θα την παίρνουν ως δεδομένο. Πρόκειται για την παροχή των πάντων, ακόμα και των πιο «υλικών» αγαθών, ως υπηρεσία. Με άλλα λόγια, για την «από-προϊοντοποίηση» των πάντων γύρω μας, κάτι που έκανε εφικτό η ψηφιακή τεχνολογία.

Η περίπτωση είναι απλή, αν κανείς (κάπως μεγαλύτερης ηλικίας…) την σκεφτεί έστω και για ένα λεπτό. Πριν λίγα χρόνια η μουσική μας «καθόταν» στο σαλόνι ή στο υπνοδωμάτιό μας, με την έννοια ότι η συλλογή μας από βινύλια ή CD ήταν αγορασμένη ως προϊόν, δική μας να την κάνουμε ό,τι θέλουμε για όσο χρόνο θέλουμε. Το ίδιο και οι ταινίες μας: είτε αγορασμένες (σε βιντεοκασέτα ή σε DVD) είτε νοικιασμένες για λίγες μέρες, σε κάθε περίπτωση πάντως σαν απτό, υλικό προϊόν. Ομοίως και με τα βιβλία μας: τα αγοράζαμε από το βιβλιοπωλείο σε χαρτί, δικά μας να τα διαβάσουμε, δανείσουμε ή σημειώσουμε πάνω τους όσο θέλουμε.

Τίποτα από αυτά δεν ισχύει σήμερα. Η μουσική μας και οι ταινίες μας δεν μας ανήκουν πια σαν προϊόντα, παρά μόνο πληρώνουμε συνδρομή πρόσβασης σε υπηρεσία διάθεσής τους online. Το ίδιο και με τα βιβλία: τα «αγοράζουμε» σε ψηφιακή μορφή από online βιβλιοπωλεία όμως είναι πολύ περιορισμένες οι χρήσεις σε αυτά που μας επιτρέπονται, και πολύ σπάνια μας ανήκουν πραγματικά για πάντα.

Με άλλα λόγια, το (πολιτιστικό) προϊόν έγινε πλέον (ψηφιακή) υπηρεσία.

Το software ως υπηρεσία

Αυτή είναι μια τάση που ξεκίνησε από το software. Όπως θυμούνται οι παλιότεροι, στην αρχή το software έφτανε σε εμάς σε κουτιά (αρχικά με δισκέτες, μετά με άλλα ψηφιακά μέσα) που «κάθονταν» σε καταστήματα. Κάθε (νόμιμος) χρήστης έμπαινε στο κατάστημα, τα κατέβαζε από το ράφι, τα πήγαινε στον χώρο του του και τα εγκαθιστούσε στον υπολογιστή του, δικά του για πάντα (έστω, για όσο καιρό ήταν συμβατά με το λειτουργικό σύστημα, το hardware κοκ.). Αυτό όμως άλλαξε, με ξαφνικό και βίαιο τρόπο, με το ίντερνετ: μόλις κάθε υπολογιστής μας συνδέθηκε online οι εταιρείες πληροφορικής βρήκαν έναν καταπληκτικό νέο τρόπο να αυξήσουν τα έσοδά τους, να βελτιστοποιήσουν τους φόρους τους και να εξασφαλίσουν την συνεχιζόμενη ύπαρξή τους για πάντα: το λογισμικό-ως-υπηρεσία / software-as-a-service (SaaS).

To SaaS είναι το καταπληκτικότερο business model όλων των εποχών για τη βιομηχανία πληροφορικής και ταυτόχρονα ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα τόσο για τον χρήστη όσο και για τις κυβερνήσεις/κράτη. Με μια απλή κίνηση οι εταιρείες πληροφορικής αφαίρεσαν από τον χρήστη έλεγχο τόσο του λογισμικού του (που πλέον ελέγχεται online, από τις ίδιες) όσο και του υπολογιστή του (που παραμένει μόνιμα συνδεδεμένος με αυτές) αλλά και των χρημάτων του, αφού εκεί που κάποτε πλήρωνε ένα ποσό για απεριόριστη χρήση τώρα πληρώνει συνδρομή με τον μήνα.

Ταυτόχρονα το SaaS αφαίρεσε από τις κυβερνήσεις των κρατών φορολογικά έσοδα εκατομμυρίων: αφού το software έγινε υπηρεσία, μπορεί να παρέχεται (θεωρητικά!) εξ αποστάσεως. Με άλλα λόγια, εκεί που για κάθε Windows και Office που πουλούσε σε Έλληνες χρήστες από ελληνικό κατάστημα η Microsoft πλήρωνε στο ελληνικό κράτος φόρο, τώρα δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ, αφού η τιμολόγηση της υπηρεσίας γίνεται από την Ιρλανδία – όπως ακριβώς συμβαίνει με όλες, μα όλες, τις εταιρείες πληροφορικής σήμερα. Τα μαθηματικά της απώλειας εισοδήματος για κάθε μια χώρα του πλανήτη (και συνεπώς, για τους πολίτες τους, αφού οι φόροι θα επέστρεφαν σε αυτούς σε κρατική υπηρεσία) είναι εύκολο να γίνουν από καθέναν.

Η παραπάνω αλλαγή, παρότι βίαιη, ήταν, όπως είδαμε, σταδιακή: στην αρχή το λογισμικό έγινε υπηρεσία, όταν το ίντερνετ σύνδεσε μεταξύ τους όλους τους υπολογιστές του πλανήτη. Στη συνέχεια αυτό έγινε με τη μουσική, όταν το internet bandwidth το επέτρεψε και η μουσική βιομηχανία (εκούσα άκουσα) το ανέχτηκε. Πριν λίγα χρόνια αυτό συνεχίστηκε με τις ταινίες, επίσης όταν το internet bandwidth αυξήθηκε κι άλλο και η αντίστοιχη βιομηχανία υπέκυψε. Τώρα, σιγά-σιγά συμβαίνει με τα βιβλία. Φαντάζομαι ότι επόμενος στόχος θα είναι ο Τύπος.

Γιατί ανεχτήκαμε αυτή την κατάσταση; Πιθανότατα επειδή κανείς δεν ασχολήθηκε – αν δεν μας βόλεψε κιόλας. Ο μέσος άνθρωπος είδε ξαφνικά ότι από τα 100-200 βινύλια ή CD που είχε στο σπίτι του ξαφνικά, με μηνιαίο κόστος αγοράς ενός μόνο CD, απέκτησε πρόσβαση σε ολόκληρη τη μουσική βιβλιοθήκη του κόσμου. Το ίδιο και με τις ταινίες. Γιατί, επομένως, να παραπονεθεί;

Οι κυβερνήσεις, από τη μεριά τους, υποθέτω ότι πείστηκαν ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος αποτελεσματικής καταπολέμησης της πειρατείας (λογισμικού, μουσικής, ταινιών κοκ.) – ενδεχομένως, πήραν και μερικές δωρεάν άδειες χρήσης για το Δημόσιό τους σε αντάλλαγμα (το ψηφιακό αντίστοιχο με τις «χάντρες και τα καθρεφτάκια» που έδιναν οι αποικιοκράτες στους ιθαγενείς).

Φυσικά, η τάση αυτή δεν περιορίζεται στα πολιτισμικά προϊόντα. Ολόκληρη η βιομηχανία σήμερα προσπαθεί να μας πείσει ότι τα προϊόντα της (κλιματιστικά, καφετιέρες, αυτοκίνητα, τηλεοράσεις κλπ.) δεν είναι προϊόντα αλλά end-points σε υπηρεσία – δικαιολογώντας, φυσικά, μηνιαίες συνδρομές και μια μόνιμη, πλέον, σχέση με τον κατασκευαστή. Κάπως έτσι, άλλωστε, εξηγείται (με την έννοια ότι κάποιος πληρώνει για τη συνεχιζόμενη ανάπτυξή του) και το IoT (internet of things).

Απώλεια ιδιοκτησίας

Η παραπάνω όμως «συμφωνία» μεταξύ μέσου χρήστη και βιομηχανίας πληροφορικής είχε μια παγίδα – ή, έστω, ένα αντάλλαγμα που δεν πολύ-εξηγήθηκε, νομίζω: την απώλεια του ελέγχου, της ιδιοκτησίας. (Η «συμφωνία» με τις κυβερνήσεις είναι ανεξήγητη για τους πολίτες τους ούτως ή άλλως.)  Δηλαδή, ναι μεν έχουμε πρόσβαση με, αντικειμενικά χαμηλή τιμή για όσα προσφέρει, σε όλη τη μουσική βιβλιοθήκη που υπάρχει ή σε περισσότερες ταινίες που θα μπορούσαμε ποτέ να δούμε, όμως αυτό είναι το μόνο που έχουμε: πρόσβαση. Αν ποτέ σταματήσουμε να πληρώνουμε τότε δεν θα έχουμε απολύτως τίποτα: ούτε ένα τραγούδι, ούτε ένα μουσικό κομμάτι, ούτε μια ταινία δικά μας.

Αυτή ακριβώς είναι η βασική διαφορά μεταξύ υπηρεσίας και προϊόντος. Η υπηρεσία είναι παροδική (ή, έστω, ενσωματώνεται και πάμε παρακάτω) ενώ το προϊόν, θεωρητικά, μόνιμο. Επίσης, η υπηρεσία ελέγχεται από εκείνον που την παρέχει, ενώ το προϊόν από εκείνον που το αγοράζει. Τέλος, το προϊόν είναι κάτι απτό, κάτι που παραδοσιακοί μηχανισμοί όπως το Κράτος καταλαβαίνουν και μεταχειρίζονται αντίστοιχα, ενώ η υπηρεσία κάτι άυλο, που συχνά ούτε καν μπορεί να περιγραφεί με απλό τρόπο.

Επομένως, τι είναι το λογισμικό μας, η μουσική μας και τα βιβλία μας; Προϊόντα που αγοράσαμε ή υπηρεσίες που μας παρέχονται κάθε μήνα; Αυτό εδώ το κείμενο απλά επισημαίνει την αλλαγή: από προϊόντα που ήταν στην αρχή έγιναν όλα, ψηφιακή, υπηρεσία μέσα σε λίγα χρόνια. Γι αυτή την αλλαγή κανείς μας δεν ρωτήθηκε και, κυρίως, σε κανέναν μας δεν προσφέρθηκε εναλλακτική. Είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να αλλάξει: ακόμα και αν κάποιοι από εμάς απεχθάνονται την παραδοσιακή έννοια της ιδιοκτησίας, δηλαδή του απόλυτου ελέγχου πάνω σε κάτι, και πάλι σε καθέναν μας θα έπρεπε να δίνεται η επιλογή: αφού η βιομηχανία πληροφορικής μας απέδειξε ότι κάθε προϊόν μπορεί να γίνει και υπηρεσία τότε θα πρέπει να ισχύσει και το αντίστροφο κάθε δηλαδή υπηρεσία να μπορεί να γίνει προϊόν.