Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto, 08.09.2022
O Economist αυτής της εβδομάδας προειδοποιεί ξανά για το πρόβλημα της πολιτικής πόλωσης στην Αμερική: Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι δεν μιλούν πια μεταξύ τους ενώ οι Πολιτείες έχουν διαλέξει τη μια ή την άλλη πολιτική κατεύθυνση και όχι μόνο δεν συγκλίνουν προς ένα (ομοσπονδιακό) κέντρο αλλά, αντιθέτως, καθεμία τους προωθεί ολοένα και πιο ακραίες (και ανεδαφικές) πολιτικές, προσπαθώντας να ικανοποιήσει την, εξίσου ακραία, εκλογική της βάση. Παρότι ο Economist κατηγορεί γι αυτό το είδος της ομοσπονδίας που διάλεξαν οι ΗΠΑ (μεγάλη ανεξαρτησία στις Πολιτείες), κατά τη γνώμη μου κύριος υπεύθυνος για την ριζοσπαστικοποίηση των πολιτών σε Αμερική (αλλά και στην Ευρώπη) σήμερα είναι τα social media.
Για τα social media έχουν γίνει πολλοί παραλληλισμοί με την πραγματική ζωή, όμως νομίζω ότι κανένας τους δεν είναι επιτυχημένος. Έχει ειπωθεί ότι μοιάζουν με καφενεία, όμως σε κανένα καφενείο δεν μπορεί κανείς να πετάξει μια ανώνυμη, ακραία γνώμη και οι υπόλοιποι, εξίσου ανώνυμα, να τον χειροκροτήσουν, να τον βρίσουν ή να τον απειλήσουν. Ούτε φυσικά και με τις αρχαίες αγορές μοιάζουν γιατί και εκεί υπήρχαν κανόνες, κανείς δεν έπαιρνε τον λόγο χωρίς συνέπειες. Επιπλέον, το δυνητικά τεράστιο αριθμητικά κοινό στο ίντερνετ ανατρέπει κάθε μέτρο σύγκρισης στον πραγματικό κόσμο.
Το άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό των ιντερνετικών κοινωνικών δικτύων είναι ο αυτό-εγκλωβισμός. Οι αλγόριθμοί τους επιδιώκουν να μεγιστοποιούν την ευχαρίστηση καθενός από εμάς καθώς διαβάζει τα νέα του. Ο μόνος ασφαλής τρόπος να το πετύχουν αυτό είναι να μας δίνουν μια από τα ίδια. Στην ουσία, κάθε ένα λάικ μας καταγράφεται και τα επόμενα κείμενα και εικόνες που μας σερβίρονται είναι συναφή με αυτό. Έτσι, οι δεξιοί ακούν μόνο τις γνώμες, τα αστεία και τα νέα των δεξιών και οι αριστεροί μόνο των αριστερών.
Με αυτή την έννοια ίσως μπορούμε να εντοπίσουμε στο παρελθόν της Ελλάδας κάτι που να θυμίζει τα social media σήμερα: τα μπλε και τα πράσινα καφενεία της δεκαετίας του 1980. Τα χρόνια τότε ήταν τόσο πολιτικά πολωμένα που η ελληνική κοινωνία είχε χωριστεί στα δύο: οι μισοί επισκέπτονταν μόνο μπλε καφενεία και οι άλλοι μισοί μόνο πράσινα, επειδή απλούστατα ήταν αδύνατη η συνύπαρξη όλων σε ένα. Αυτονόητα, εκεί μέσα οι εφημερίδες και οι συζητήσεις ήταν αποκλειστικά της μιας ή της άλλης κατεύθυνση.
Το σημαντικότερο πρόβλημα με την πόλωση είναι ότι όσοι την βιώνουν ζουν τελικά μέσα σε μια πολιτική φούσκα. Νομίζουν ότι όλη η υπόλοιπη κοινωνία συμφωνεί μαζί τους. Επειδή μιλούν για πολύ καιρό μόνο με ομοϊδεάτες τους πιστεύουν ότι όλη η κοινωνία σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Αν τύχει και βγουν από αυτή απορούν και διαμαρτύρονται, πόσο παράλογοι είναι οι «απέναντι».
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η όξυνση. Μετά από καιρό μέσα στην ίδια πολιτική φούσκα οι μετριοπαθείς απόψεις αδυνατίζουν. Βαριέται κανείς εύκολα τη μετρημένη θέση και την ήρεμη ανάλυση. Σε περιόδους έξαρσης ακραίες θέσεις συγκεντρώνουν περισσότερα λάικς – βλέποντας αυτό όσοι θέλουν να τραβήξουν την προσοχή μαθαίνουν ότι, αν θέλουν ακόμα περισσότερα λάικς από τους προηγούμενους, θα πρέπει να εκφράσουν ακόμα πιο ακραίες θέσεις.
Πως λύθηκε το πρόβλημα των μπλε και πράσινων καφενείων της δεκαετίας του 1980; Από μόνο του. Στα τέλη της δεκαετίας ο κόσμος είχε κουραστεί, τα λεφτά τελείωσαν, τα προβλήματα μεγάλωσαν και έτσι παραμερίστηκαν οι ακραίοι και οι κορώνες τους. Με τον ίδιο τρόπο πιστεύω ότι θα λυθεί και το πρόβλημα των ιντερνετικών κοινωνικών δικτύων: οι πολίτες θα καταλάβουν κάποτε ότι ο αλγόριθμος τους εκμεταλλεύεται, και θα χάσει την εμπιστοσύνη τους. Θα πρέπει επομένως να κάνουμε υπομονή για καμία δεκαριά χρόνια ακόμα – μέχρι τότε οι δυτικές δημοκρατίες μας πρέπει να αντέξουν ενάντια σε όλα τα ακραία εκείνα στοιχεία που θέλουν το κακό τους.