Μετάφραση: Το μέλλον της κεντροδεξιάς στην Ευρώπη και τα «7 D»

Το μέλλον της κεντροδεξιάς στην Ευρώπη και τα «7 D»

Με μεγάλη χαρά μοιράζομαι μαζί σας μετάφρασή μου ενός σημαντικού (κατά τη γνώμη μου!) άρθρου του Klaus Welle για το μέλλον της Κεντροδεξιάς στην Ευρώπη, που φιλοξενείται στο τρέχον τεύχος της Athens Review of Books .

Στο κείμενό του ο συγγραφέας, από τη μοναδική θέση που του έδωσαν οι σημαντικές θέσεις που κατείχε για περισσότερα από 30 χρόνια στο ΕΛΚ και στο Ευρωκοινοβούλιο, κάνει μια (ενημερωτική!) αναδρομή και μιλά για τις προκλήσεις του μέλλοντος.

Το κείμενό του θεώρησαν και άλλοι σημαντικό – πρωτο-δημοσιεύτηκε στη Γαλλία (στα γαλικά), μεταφράστηκε στις Βρυξέλλες (στα αγγλικά), και τώρα κυκλοφορεί και στην Ελλάδα – με ευχαριστίες στον εκδότη της ARB που δέχτηκε να το φιλοξενήσει.

Εισαγωγή

Ακολουθεί τη λογική το κομματικό-πολιτικό οικοδόμημα της κεντροδεξιάς και της δεξιάς στην Ευρώπη; Και, αν η απάντηση είναι θετική, πώς θα μπορούσε να περιγραφεί με μεγαλύτερη ακρίβεια; Ποια είναι τα ιδεολογικά σύνορα μεταξύ των πολιτικών οικογενειών που δεν μπορεί να διαπεραστούν;Προφανώς, υπάρχουν περισσότερες οπτικές γωνίες υπό τις οποίες μπορεί ν’ απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα. Η δική μου είναι εκείνη ενός επαγγελματία που διαχειρίστηκε, ή τουλάχιστον παρακολούθησε από κοντά, αυτά τα ζητήματα για περισσότερα από 30 χρόνια: ως πρόεδρος της οργάνωσης-ομπρέλας των Ευρωπαίων Νέων Χριστιανοδημοκρατών και Συντηρητικών στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), ως γενικός γραμματέας της κοινοβουλευτικής του ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στη συνέχεια για περισσότερο από μια δεκαετία ως γενικός γραμματέας του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 το κύριο καθήκον μου ως γενικού γραμματέα του ΕΛΚ ήταν να καθιερώσω το κόμμα για πρώτη φορά με άμεσες εκλογές ως την ηγετική δύναμη στην Ευρώπη. Μέσω μιας πολιτικής «συγχωνεύσεων και εξαγορών», ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε στις ευρωεκλογές του 1999 και έθεσε τα θεμέλια για την κυρίαρχη θέση του ΕΛΚ στην ΕΕ για το επόμενο τέταρτο του αιώνα. Αυτό αποτέλεσε απαραίτητη προϋπόθεση για τις διαδοχικές προεδρίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.Πολιτικά κόμματα προσχώρησαν στο ΕΛΚ με βάση το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως αυτό υιοθετήθηκε στην Αθήνα το 1992.[1] Προήλθαν τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη συντηρητική πλευρά του πολιτικού φάσματος και τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές πολιτικές οργανώσεις τους.Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πορτογαλίας (Partido Social Democrata) καθώς και η Συμμαχία Νέων Δημοκρατών (Fiatal Demokraták Szövetsége) από την Ουγγαρία εγκατέλειψαν τη Φιλελεύθερη Διεθνή (Liberal International) και το ευρωπαϊκό της τμήμα και μεταπήδησαν στο ΕΛΚ. Οι Σκανδιναβοί συντηρητικοί και η Γαλλική Συσπείρωση για τη Δημοκρατία (Rassemblement pour la République) συνεργάζονταν επί μακρόν στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατική Ένωση (European Democrat Union) πριν ενσωματωθούν πλήρως στο ΕΛΚ και η Ένωση αυτή διαλυθεί. Εξίσου, η Forza Italia έγινε επίσης δεκτή σε αυτό το διευρυμένο ΕΛΚ.Έτσι, το ΕΛΚ διακλαδώθηκε προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα και απορρόφησε τμήματα τόσο της φιλελεύθερης όσο και της συντηρητικής οικογένειας στην Ευρώπη. Τελικά, η ανάπτυξη του κόμματος ακολούθησε το μοντέλο της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, η οποία διαμορφώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως ένωση Καθολικών και Προτεσταντών και επομένως όφειλε να ενσωματώσει τόσο την Καθολική Χριστιανο-Κοινωνική (Catholic Christian-Social) όσο και την Προτεσταντική συντηρητική και φιλελεύθερη παράδοση.Αυτή η διακλάδωση σηματοδότησε επίσης και το τέλος του νομιναλισμού. Δεν αρκούσε πλέον να περιλαμβάνεται στο όνομα ενός κόμματος η λέξη Χριστιανικό ή Καθολικό για να εγκριθεί η αίτησή του. Κατά συνέπεια, κάποια υποψήφια κόμματα από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη που αυτοχαρακτηρίζονταν ως Χριστιανικά ή Καθολικά, όπως η Πολωνική Χριστιανική Εθνική Ένωση (Zjednoczenie Chrześcijańsko-Narodowe), απορρίφθηκαν λόγω της εχθρικής στάσης τους προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.Αυτή η αλλαγή ήταν εκ των πραγμάτων αναγκαστική. Η νομοπαραγωγική διαδικασία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαιτεί τη διαμόρφωση κοινών θέσεων, ιδίως όσον αφορά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Πώς λειτούργησαν τα πράγματα στην πράξη;
Όλοι οι νέοι εταίροι ενσωματώθηκαν καλά σε σχέση με το κοινοβουλευτικό έργο. Ο Φιλελευθερισμός, η Χριστιανοδημοκρατία και ο Συντηρητισμός δεν δημιούργησαν αξεπέραστες διαχωριστικές γραμμές στην καθημερινή πρακτική, αλλά αποτέλεσαν χρήσιμα συμπληρώματα στο διευρυμένο ΕΛΚ. Η Forza Italia έγινε μάλιστα η πιο συνεπής αντιπροσωπία του ΕΛΚ στις ψηφοφορίες. Η στρατηγική της διεύρυνσης δικαιώθηκε, όμως το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν πράγματι μια σκληρή διαχωριστική γραμμή.Οι εθνικές ηγεσίες τόσο των Βρετανών Συντηρητικών όσο και του ουγγρικού Fidesz στράφηκαν με αυξανόμενη ένταση κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αντικειμενικά, ήταν περισσότερο εχθρικές παρά επιφυλακτικές. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί αποχώρησαν από την κοινοβουλευτική ομάδα το 2009, κάνοντας μια εθνικιστική στροφή-προοίμιο της αποχώρησης της χώρας από την ΕΕ μετά το δημοψήφισμα του 2016. Η εκστρατεία μίσους του Βίκτορ Όρμπαν κατά του Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ και η σύναψη σχέσεων με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τη Μαρίν Λεπέν έκαναν αδύνατη τη συνέχιση της σχέσης του Fidesz με το ΕΛΚ. Η υπονόμευση από τον Όρμπαν των δημοκρατικών θεσμών στο εσωτερικό της ίδιας της Ουγγαρίας ολοκλήρωσε την εικόνα.Η πραγματική διαχωριστική γραμμή, επομένως, δεν είναι ο Συντηρητισμός, ο Φιλελευθερισμός ή η Χριστιανοδημοκρατία, αλλά η Ευρωπαϊκή ή η εθνικιστική θεώρηση.

Η διαίρεση του εθνικιστικού χώρου
Εντός του εθνικιστικού αυτού χώρου πραγματική διαχωριστική γραμμή αποτέλεσε, στις εξωτερικές σχέσεις, η υιοθέτηση φιλοαμερικανικών ή φιλοπουτινικών θέσεων, και, στο εσωτερικό (σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με αυτές) η εποικοδομητική σχέση με την ΕΕ ή η συστηματική εναντίωση σε αυτήν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο ξεχωριστών πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.Η ακροδεξιά μέσα σε αυτόν τον εθνικιστικό χώρο μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί ως αντιπολίτευση με δύο πόλους: υπονομεύει τόσο την διατλαντική εταιρική σχέση όσο και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η πολιτική τάξη που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1945, με βασικά συστατικά στοιχεία τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την ελευθερία του Τύπου, τον πλουραλισμό, τη διατλαντική συμμαχία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έχει αποδείξει και με το παραπάνω την αξία της. Μετά από περισσότερα από 70 χρόνια, η αμφισβήτησή της δεν μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί Συντηρητισμός. Αν η ακροδεξιά εγείρει οποιαδήποτε αξίωση Συντηρητισμού, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την έννοια της προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κατάστασης. Δηλαδή, ο Συντηρητισμός ως αυταρχισμός και ανελευθερία.Πρόκειται για έναν εθνικισμό που υπόσχεται προστασία μέσω της εσωστρέφειας και που είναι ελκυστικός σε όσους μένουν πίσω. Με αυτόν τον τρόπο ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε την πλειοψηφία την πρώτη φορά, απευθυνόμενος στους εργάτες άνθρακα και χάλυβα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Μαρίν Λεπέν εκλέγεται στην πρώην κομμουνιστική καρδιά της βόρειας Γαλλίας των ανθρακωρυχείων. Και με αυτόν τον τρόπο ο Μπόρις Τζόνσον έσπασε το «κόκκινο τείχος» των πρώην εκλογικών περιφερειών των Εργατικών στη βιομηχανοποιημένη βόρεια Αγγλία. Πρόκειται για θέμα κοινωνικού εθνικισμού.

Είναι δυνατή η αλλαγή;
Μετά τη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας, αυτή η διαίρεση στον εθνικιστικό χώρο μπορεί να ξεπεραστεί και να προκύψει ένα μεγαλύτερο μπλοκ. Ο πουτινισμός δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή στην πολιτισμένη Ευρώπη.Όμως, εξίσου, οι ανάγκες κατά την άσκηση εξουσίας μπορούν να οδηγήσουν σε μετριοπάθεια και εκπαίδευση και σε μια πιο δεκτική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Προς τα εκεί φαίνεται να κατευθύνονται τα ηγετικά κόμματα τόσο της τσεχικής όσο και της νέας ιταλικής κυβέρνησης. Τριάντα χρόνια μετά την κατάρρευση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (Democrazia Cristiana), το ιταλικό πολιτικό τοπίο βρίσκεται ακόμη σε πλήρη μετάβαση με αδιευκρίνιστη έκβαση. Πολιτικά κόμματα έχουν μετακινηθεί προς την εθνικιστική δεξιά, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. Όμως και η αντίθετη κατεύθυνση είναι εξίσου πιθανή, έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν και παραμένει ένα ενδεχόμενο για το μέλλον. Η επιτυχής μετατροπή της Λαϊκής Συμμαχίας (Alianza Popular) στην μετα-Φράνκο εποχή στο μετριοπαθές και φιλοευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ αναδιάρθρωσε τον ισπανικό πολιτικό χώρο, ενώνοντας το Συντηρητικό του κόμμα με μικρότερους Χριστιανοδημοκρατικούς και Φιλελεύθερους σχηματισμούς. Η πλήρης υιοθέτηση της πολιτικής τάξης μετά το 1945, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση. Η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος της ΕΕ εξαρτάται από την αυτοδιόρθωση των πιο ριζοσπαστικών πολιτικών κομμάτων, τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, προς το κέντρο, και συνεπώς αυτές οι κινήσεις θα πρέπει να ενθαρρύνονται και να χαιρετίζονται. Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς – Προοδευτική Συμμαχία (ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα, ο οποίος προέρχεται από την άκρα αριστερά, το έκανε αυτό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αποδεχόμενος την ανάγκη να διεξαχθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να μπορέσει η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη. Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και το Sinn Féin, αν θέλει ποτέ να κυβερνήσει την Ιρλανδία. Στην πράξη, ο μετασχηματισμός σε εποικοδομητικό εταίρο προσφέρει επίσης τη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν επίκαιρα ζητήματα με μεγαλύτερη επιτυχία. Η σημασία των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και η προστασία τους, τα όρια στη μετανάστευση ή η έλλειψη δημόσιων υπηρεσιών σε αγροτικές περιοχές είναι μόνο μερικά από αυτά.

Γιατί είναι τόσο σημαντική η αποδοχή της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;
Η ευρωπαϊκή ήπειρος σήμερα δομείται από δύο και μόνο δύο αρχές: την αυτοκρατορία στην Ανατολή, ως έκφραση των ρωσικών αυτοκρατορικών και αποικιοκρατικών βλέψεων, και την ΕΕ, ως Ένωση πολιτών και κρατών στο Κέντρο και τη Δύση, που παρέχει καταφύγιο και προστασία και μια σχέση βασισμένη στο κράτος δικαίου. Δεν είναι επομένως περίεργο που κράτη όπως η Ουκρανία ή η Μολδαβία επιθυμούν απεγνωσμένα να ενταχθούν στην ΕΕ ως «ασφαλή λιμένα». Ακόμη και τα κράτη που δεν θέλησαν ποτέ ή δεν θέλουν πλέον να γίνουν Μέλη, εξακολουθούν να αισθάνονται την ανάγκη να συνάψουν στενές συμβατικές σχέσεις με την ΕΕ. Η αυτοκρατορία δεν αποτελεί ελκυστική επιλογή για τους γείτονες της Ρωσίας, επειδή κατ’ ανάγκην συνδέεται με τη βία και την υποταγή. Η έννοια της αυτοκρατορίας είναι μια προσπάθεια επαναφοράς των κανόνων του 19ου αιώνα της ηπείρου μας στον 21ο αιώνα. Για όλες τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η ΕΕ είναι, με μια πολύ άμεση έννοια, ο διασώστης του κράτους-έθνους και η προϋπόθεση για την επιβίωσή του. Πέραν όμως αυτού, η ΕΕ παρέχει και στα 27 Κράτη-Μέλη της μηχανισμούς για την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων και λειτουργικότητες που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνα τους. Η ΕΕ αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του κράτους-έθνους, επιτρέποντάς του να ευδοκιμήσει και να ευημερήσει, όπως ακόμη και οι Βρετανοί άρχισαν να συνειδητοποιούν με καθυστέρηση. Μαζί μπορούμε να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας σε έναν κόσμο που γίνεται και πάλι όλο και πιο επικίνδυνος. Η ΕΕ είναι το καθημερινό μας modus vivendi και operandi.

Μπορεί η ΕΕ να προστατεύσει;
Αν οι λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις περιγράφονται ορθότερα ως κοινωνικοί εθνικιστές οι οποίοι ανταποκρίνονται στα αιτήματα προστασίας μέσω της εσωστρέφειας, τίθεται το ερώτημα αν η ΕΕ μπορεί εξίσου να παρέχει προστασία, όμως εντός ενός ανοιχτού πολιτικού συστήματος. Η πρόσφατη ιστορία των κρίσεων μπορεί να γίνει κατανοητή και ως μια διαδικασία εξασφάλισης από την ΕΕ των απαραίτητων εργαλείων για την παροχή προστασίας. Ως συνέπεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί πλέον να εποπτεύει τις σημαντικότερες συστημικές τράπεζες σε όλα τα Κράτη-Μέλη. Διεύρυνε με επιτυχία την εργαλειοθήκη της για την αποφυγή αποπληθωριστικών πιέσεων. Μετά την κρίση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης του 2015, η ΕΕ διαθέτει πλέον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και κατάφερε να συνάψει λειτουργικές συμφωνίες με γειτονικά κράτη για τον καλύτερο έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Μετά τις πρώτες έξι εβδομάδες που οι εθνικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να διαχειριστούν μόνες τους τον Covid-19, δημιουργώντας συνοριακούς ελέγχους και περιορισμούς στις εξαγωγές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε δράση με επιτυχία και εξασφάλισε ότι όλα τα Κράτη-Μέλη, πλούσια ή φτωχά, μεγάλα ή μικρά, έλαβαν εξίσου πρόσβαση στα απαραίτητα υλικά, ιδίως στα εμβόλια. Επιπλέον, το πρόγραμμα NextGenerationEU παρείχε σε όλα τα Κράτη-Μέλη, αλλά κυρίως σε εκείνα που επλήγησαν περισσότερο από τον Covid-19, τα οικονομικά μέσα για να μετασχηματίσουν τις οικονομίες τους. [2] Η επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας οδήγησε την ΕΕ να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη στήριξη της Ουκρανίας και, ως εκ τούτου, στην προστασία των ανατολικών Κρατών-Μελών της, συμπεριλαμβανομένης της λήψης πολύ αυστηρών κυρώσεων, της χρηματοδότησης όπλων και της λήψης τολμηρών μέτρων για την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Η ΕΕ αναλαμβάνει τώρα να διασφαλίσει την πρόσβασή της στις κρίσιμες πρώτες ύλες και την τεχνολογία που απαιτούνται για την προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Όλα τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι η Ευρώπη αποδεικνύει όλο και περισσότερο πως μπορεί να συμπληρώσει τις προσπάθειες απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς με την αποτελεσματική προστασία των πολιτών της.

Ποια θα μπορούσε να είναι η προγραμματική βάση του σύγχρονου ΕΛΚ;
Το διευρυμένο ΕΛΚ συγκεντρώνει τις πολιτικές ιδέες των Χριστιανοδημοκρατών, των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων σε μια ολοκληρωμένη πολιτική πλατφόρμα. Το ΕΛΚ υιοθετεί πλήρως τη φιλελεύθερη πολιτική τάξη, όπως αυτή εδραιώθηκε μετά το 1945, συμπεριλαμβανομένης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του πλουραλισμού, του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, καθώς και μια εν γένει προτίμηση της αγοράς έναντι του κράτους, και επομένως δεν θα μπορούσε ποτέ να υποστηρίξει την ανελευθερία. Ο σύγχρονος συντηρητισμός συνεχίζει να παρέχει μια σειρά από αιώνιες αλήθειες: δεν αποτελεί κάθε μεταρρύθμιση πρόοδο. Η σοφία πολλών γενεών είναι συσσωρευμένη στους υπάρχοντες θεσμούς. Οι επαναστάσεις και ο εξτρεμισμός υπήρξαν τις περισσότερες φορές συνταγές για βία, κακουχίες και έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ζωής. Ο πραγματισμός και η κοινή λογική πρέπει να προτιμώνται από την ιδεολογία. Η βασική συντηρητική επιδίωξη είναι η διατήρηση. Η βιωσιμότητα είναι η προϋπόθεση για τη διατήρηση. Ό,τι δεν είναι βιώσιμο παραβιάζει τη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών και θέτει σε κίνδυνο το κοινό μας μέλλον. Αν οι συντηρητικοί επιθυμούν να διατηρήσουν, η βιωσιμότητα είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος. Η Χριστιανοδημοκρατία βασίζεται στην ουσία σε μια σειρά από έννοιες για τη συμφιλίωση των φαινομενικά ασυμβίβαστων στην κοινωνία: κοινωνική οικονομία, ατομισμός, επικουρικότητα, φεντεραλισμός, λαϊκό κόμμα και κόμμα του κέντρου. Η επίτευξη μιας δίκαιης ισορροπίας στην κοινωνία είναι η πολιτική αποστολή της Χριστιανοδημοκρατίας. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος οι κοινωνίες να προτιμούν το παρόν από το μέλλον. Έχουμε όμως επίσης βιώσει κομμουνιστικά καθεστώτα που κατέστρεψαν το παρόν στο όνομα ενός λαμπρού μέλλοντος που δεν ήρθε ποτέ. Η βιωσιμότητα απαιτεί τη συμφιλίωση και των δύο, του σήμερα και του μέλλοντος.

Συνεπώς, η βιωσιμότητα πρέπει να είναι η βασική φιλοδοξία, που θα ενώνει τις γενιές. Η βιωσιμότητα διαπερνά όλους τους πολιτικούς τομείς, κινδυνεύει εμφανώς σήμερα, και οφείλει ν’ αντιμετωπίσει τα «7 D», όπως αναπτύχθηκαν και δημοσιεύθηκαν από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών Wilfried Martens, μαζί με 175 ειδικότερες πολιτικές προτάσεις. [3] Τα «7 D» είναι τα εξής:

– Η βιωσιμότητα του χρέους (debt) διασφαλίζει ότι δεν ζούμε εις βάρος των μελλοντικών γενεών.

– Η άμυνά μας (defence) χρειάζεται επειγόντως αναβάθμιση και επαύξηση της ικανότητας της Ευρώπης να αμυνθεί τουλάχιστον συμβατικά, προκειμένου να εγγυηθεί την ελευθερία και τη ζωή μας αύριο.

– Η επίτευξη ουδετερότητας ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέσω μιας διαδικασίας απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές (decarbonization) με παράλληλη διατήρηση της ενεργειακής ασφάλειας και της ανταγωνιστικότητας είναι ζωτικής σημασίας.

– Η δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών οφείλει να εξισορροπήσει το μεταβαλλόμενο δημογραφικό (demography).

– Η δημοκρατία μας (democracy) κινδυνεύει από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, την υπερβολή της εκτελεστικής εξουσίας και από τον έλεγχο των παραδοσιακών και των νέων κοινωνικών μέσων (social media) από τους λίγους, και χρειάζεται ενεργή ενίσχυση.

– Πρέπει να εκμεταλλευτούμε περισσότερο την ψηφιακή (digital) επανάσταση, αν θέλουμε να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί.

– Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κατέστησε την οικονομία το κυρίαρχο αφήγημα. Αυτό έχει πλέον αντικατασταθεί από την ασφάλεια. Συνεπώς, πρέπει να απομειώσουμε τους κινδύνους (derisk) από  την παγκοσμιοποίηση.

Ο Μαξ Βέμπερ μας δίδαξε ότι οι πολιτικοί χρειάζονται πάθος (Leidenschaft) και ισορροπημένη κρίση (Augenmaß). Επομένως, η βιωσιμότητα θα πρέπει να επιδιωχθεί με βιώσιμο τρόπο.[4]

Συμπέρασμα
Το πολιτικό πρόγραμμα του ΕΛΚ καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη διατλαντική συμμαχία και την υπεράσπιση της δημοκρατικής τάξης που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1945. Το ΕΛΚ συγκεντρώνει λαϊκά κόμματα που στοχεύουν να αποτελέσουν μια δύναμη συμφιλίωσης μέσα στην κοινωνία και στηρίζονται σε συμπεριληπτικές έννοιες όπως η κοινωνική οικονομία, η επικουρικότητα, η ατομικότητα και ο φεντεραλισμός. Αυτές πρέπει απαραιτήτως να συμπληρώνονται από την επιδίωξη της βιωσιμότητας σε όλους τους τομείς πολιτικής, συμφιλιώνοντας έτσι το παρόν και το μέλλον.

Το άρθρο του Klaus Welle, προέδρου του επιστημονικού συμβουλίου του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών Wilfried Martens των Βρυξελλών, αποτελεί αναθεωρημένη εκδοχή αντίστοιχου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Le Grand Continent στα γαλλικά. Βλ. http://tinyurl.com/yhnbtca9. Η μετάφραση έγινε από τον Καθηγητή Νομικής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών Βαγγέλη Παπακωνσταντίνου.


[1] T. Jansen and S. van Hecke, At Europe’s service; The origins and evolution of the European People’s Party, Springer, Βερολίνο 2011, σσ. 283-317.

[2] NextGenerationEU, ΕΕ (2023). http://tinyurl.com/wfujw5wb. Πρόσβαση στις 27 Ιουνίου 2023.

[3] P. Hefele, K. Welle, E. Drea, D. Lilkov, N. Nováky, V. Novotný, F. Reho, and G. Walshe, The 7Ds for Sustainability: Strategic Policy Initiatives for the European Centre-Right. Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών Wilfried Martens, Βρυξέλλες, Απρίλιος 2023. http://tinyurl.com/2wf7vh4z. Πρόσβαση στις 28 Ιουνίου 2023.

[4] M. Weber, Politik als Beruf, Duncker & Humblot, Μόναχο 1926.

Η απλή αναλογική ευνοεί τα άκρα

Δημοσιεύθηκε στο tomanifesto.gr, 5.12.2023

Μπορεί η Ελλάδα να γλίτωσε από την απλή αναλογική «μόνο» με, αχρείαστη, διπλή εκλογική αναμέτρηση, όμως όπως βλέπουμε δεν είναι όλες οι χώρες το ίδιο τυχερές. Στην Ισπανία σχηματίστηκε τελικά κυβέρνηση ηττημένων από τους σοσιαλδημοκράτες που εξελέγησαν δεύτεροι στις εθνικές εκλογές (του Ιουλίου!), μόνο όμως αφού παραχώρησαν στα ακραία καταλανικά κόμματα αμνηστία για τους ήδη καταδικασθέντες καταλανούς αυτονομιστές. Αυτό, παρότι η συντριπτική πλειοψηφία του ισπανικού λαού (σε ποσοστό άνω του 70%) είναι αντίθετη. Όμως, οι Σοσιαλδημοκράτες έδωσαν ό,τι τους ζητήθηκε (θυσιάζοντας, τελικά, το κράτος δικαίου) προκειμένου να κυβερνήσουν.

Σε περιπέτειες όμως απλής αναλογικής μπήκε πρόσφατα και η Ολλανδία. Η εκλογική νίκη των ακροδεξιών, που συγκέντρωσαν όμως μόλις 37 από τις 150 έδρες, πιθανότατα θα οδηγήσει σε νέες εκλογές, αφού κανένα άλλο κόμμα δεν φαίνεται να θέλει να συνεργαστεί μαζί τους.

Επίσης, ο σημερινός πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς οφείλεται και στην ακραία πρόσφατη πολιτική του Ισραήλ, η οποία είναι όμως πάλι αποτέλεσμα της απλής αναλογικής, αφού το πρώτο κόμμα αναγκάστηκε να συνεργαστεί με ακραίους εθνικιστές ώστε να καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση.

Έχω ξανά υποστηρίξει ότι η απλή αναλογική είναι αντιδημοκρατική, επειδή εμποδίζει τη λογοδοσία. Εδώ όμως το πρόβλημα είναι άλλο. Εδώ οι δημοκρατίες αυτοκαταστρέφονται. Η απλή αναλογική βοηθά μόνο τους ακραίους. Επειδή με απλή αναλογική κυβερνητική πλειοψηφία δύσκολα σχηματίζεται, το πρώτο κόμμα οφείλει να συνεργαστεί. Με ποιον όμως; Προφανώς όχι με το δεύτερο ή το τρίτο, αφού είναι ανταγωνιστές του για την εξουσία. Αναγκαστικά, επομένως, με μικρό κόμμα – η πλειοψηφία όμως των οποίων είναι ακραία, επειδή, ρεαλιστικά, αν δεν ήταν τέτοια ποτέ δεν θα εκλέγονταν.

Έτσι όμως την πολιτική ατζέντα καταλήγουν να την επιβάλουν οι ακραίοι και όχι τα μεγάλα κόμματα δεξιά και αριστερά του κέντρου. Με αποτέλεσμα οι πολίτες να εξοργίζονται, οι κυβερνήσεις να υπονομεύονται (οι ακραίοι οφείλουν να παραμείνουν ακραίοι ακόμα και ως κυβερνητικοί εταίροι, αν θέλουν να επανεκλεγούν) και η δημοκρατία να αυτο-παγιδεύεται. Σε μια εποχή που η δυτική δημοκρατία βάλλεται τόσο εντός όσο και εκτός από ισλαμοφασίστες, ακροαριστερούς και ακροδεξιούς, το μόνο που δεν χρειάζεται είναι να τους προσφέρει η ίδια τα όπλα για τις επιθέσεις τους.

Τα όρια της Ψηφιακής Διακυβέρνησης

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό StartUpper MAG, 18.11.2023

Και με τη δεύτερη θητεία της η κυβέρνηση δείχνει να είναι σε καλό δρόμο επίτευξης ενός ικανοποιητικού επιπέδου ψηφιακής διακυβέρνησης για την Ελλάδα (όπου το ικανοποιητικό κρίνεται σε σχέση με το τι παρέχουν τα υπόλοιπα Κράτη-Μέλη της Ένωσης). Έτσι, ένα πρόβλημα δεκαετιών φαίνεται ότι, επιτέλους, θα λυθεί οριστικά. Μετά, όμως, τι; Μόλις «πιάσουμε» τον Κοινοτικό μέσο όρο, ή και τον ξεπεράσουμε ακόμα, τι θα πρέπει να κάνουμε μετά;

Μετά αρχίζουν τα προβλήματα, επειδή η περιοχή είναι ακόμα αχαρτογράφητη. Στην ουσία αυτό που κάνουν οι κυβερνήσεις του τεχνολογικά προηγμένου κόσμου μέχρι σήμερα είναι να ψηφιοποιούν τις αναλογικές διαδικασίες τους. Δηλαδή, να κάνουν ψηφιακές διαδικασίες που όμως ήδη υπάρχουν στον πραγματικό, αναλογικό κόσμο. Για παράδειγμα, η έκδοση μιας αστυνομικής ταυτότητας ή η παρακολούθηση της φορολογικής μας κατάστασης είναι πράγματα που κάναμε ήδη στον πραγματικό κόσμο, πολύ πριν την εμφάνιση του ίντερνετ. Σήμερα υπάρχει η απαίτηση όλα αυτά να γίνονται διαδικτυακά. Επομένως, η ψηφιακή στρατηγική είναι έτοιμη για τις κυβερνήσεις: είναι η, αυτονόητη, ψηφιοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερο το αναλογικού κόσμου. Αυτό όμως σύντομα κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί. Μετά, τι;

Τα πράγματα δεν είναι απλά, επειδή πλέον το ψηφιακό περιβάλλον έχει επικρατήσει στην καθημερινότητά μας. Μια σκέψη είναι ένα ψηφιακό κράτος που θα «προβλέπει» τις ανάγκες των πολιτών του (πχ. θα προτείνει σε συγκεκριμένους πολίτες επιδοτήσεις ή διευκολύνσεις που τυχόν δικαιούνται). Όμως αυτό αυτομάτως δημιουργεί ένα θέμα προσωπικών δεδομένων, επειδή στηρίζεται σε αναλυτικά προφίλ όλων μας. Ή, η χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης από το κράτος δημιουργεί προβλήματα όχι μόνο ιδιωτικότητας αλλά και διακρίσεων ή ακόμα και ισονομίας.

Τελικά, δηλαδή, η όποια ψηφιακή στρατηγική γίνεται εθνική στρατηγική. Ακόμα περισσότερο, τελικά συνδέεται με τον ρόλο του κράτους και της κυβέρνησης στο ψηφιακό περιβάλλον. Με αυτά τα, κρίσιμα, ερωτήματα θα έρθει σύντομα αντιμέτωπη και η ελληνική κυβέρνηση. Απαντήσεις ακόμα δεν υπάρχουν. Η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα κράτη στο ίδιο επίπεδο με αυτήν, θα κληθεί να συν-διαμορφώσει τη νέα ψηφιακή κατάσταση

Το internet, ο πόλεμος και η Ευρώπη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto.gr, 30.10.2023

Αφού το ίντερνετ αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας, δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από τον πόλεμο. Η σημασία του έχει ήδη αναδειχτεί από πολλές πλευρές. Η πιο σημαντική είναι αυτή των θυμάτων: Το ίντερνετ αποτελεί το μέσο απόδειξης και κοινοποίησης των εγκλημάτων εναντίον τους. Διαφορετική εντελώς είναι η χρήση του για παραπληροφόρηση και διάδοση fake news. Επιπλέον, κανείς δεν θα πρέπει να αγνοήσει τη σημασία του ως εργαλείο επικοινωνιών – μπορεί να είναι ανασφαλές για στρατιωτικές επικοινωνίες, όμως όλες οι υπόλοιπες συνεννοήσεις (ανθρωπιστικές, ανθρώπινες, οικονομικές) γίνονται με τη βοήθειά του.
Ο χώρος εδώ δεν επαρκεί για ανάλυση όλων των παραπάνω, είναι όμως αρκετός για ανάδειξη αυτού του ίδιου του γεγονότος, της σημασίας δηλαδή του ίντερνετ (και) σε πολεμικές συρράξεις. Η συζήτηση είναι ευρύτερη και συνδέεται με τα ερωτήματα αν τελικά το ίντερνετ έχει γίνει δημόσια παροχή (μαζί με το ηλεκτρικό ρεύμα ή το νερό), ή αν χρειαζόμαστε ένα (νέο) ατομικό δικαίωμα στην πρόσβαση σε αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι σε περίπτωση πολέμου αφενός η πρόσβαση στο ίντερνετ είναι σημαντική και αφετέρου οι πληροφορίες που μεταδίδονται μέσω αυτού δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτες.
Τι κάνουμε γι αυτά; Για την ώρα όχι πολλά. Ο ΟΗΕ φαίνεται ότι για πρώτη φορά άρχισε πλέον να μετρά την αποκοπή ή τη μείωση της ταχύτητας του ίντερνετ ως μέρος μιας πολεμικής σύγκρουσης. Στην Ευρώπη έχουμε (πλέον) νομοθεσία για τη λειτουργία των μεγάλων online πλατφορμών, ενώ ήδη γίνονται συζητήσεις για την αντιμετώπιση των fake news και του disinformation με τη βοήθειά τους. Θα έλεγε κανείς ότι όλα αυτά είναι πολύ λίγα σε σχέση με ένα πρόβλημα που ήδη εμφανίζεται οξύ δίπλα μας. Πολύ σωστά, όμως το γεγονός ότι ήδη εντοπίστηκε και ήδη αρχίσαμε να κάνουμε κάτι γι αυτό έχει και αυτό τη σημασία του.

Η θολή σχέση των influencers με την πολιτική

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto.gr, 5.12.2022

Καθώς σύντομα μπαίνουμε σε εκλογική διετία (εθνικές και αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές) ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων (social media) αναμένεται να ενισχυθεί. Στην ουσία η εκλογική μάχη σε μεγάλο βαθμό θα δοθεί εκεί, όχι μόνο άμεσα, από τους υποψήφιους και τα κόμματα που, εύλογα, εκεί θα δαπανήσουν μεγάλο μέρος του εκλογικού τους προϋπολογισμού, αλλά και έμμεσα, από τους influencers (ελλείψει ελληνικού όρου) της μιας και της άλλης πλευράς.
Ενώ όμως οι υποψήφιοι και τα κόμματα φέρουν κομματικό τίτλο, και επομένως ο λόγος και ο ρόλος τους είναι ξεκάθαρος, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους influencers. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική θέση καθενός ούτε φανερή είναι, ούτε τα κίνητρά τους διαπιστώσιμα – ούτε, άλλωστε, τους υποχρεώνει κανείς σε συνέχεια και συνέπεια: τη μια φορά μπορούν να τα λένε έτσι και την άλλη αλλιώς.
Με τον όρο influencers εννοώ τα «επαγγελματικά» προφίλ στα social media, δηλαδή τους λογαριασμούς που έχουν πάνω από 4.000 φίλους ή «ακόλουθους». Οποιοσδήποτε ιδιώτης που χρησιμοποιεί τα social media μόνο για προσωπική του χρήση δεν μπορεί να έχει περισσότερους από χίλιους ή έστω δύο χιλιάδες «φίλους»: τους 300-500 θα τους γνωρίζει προσωπικά και οι υπόλοιποι θα αποτελούν τον ευρύτερο κύκλο του. Οτιδήποτε παραπάνω από αυτό αποτελεί, για μένα τουλάχιστον, επαγγελματική χρήση των social media.
Το πρόβλημα με τους influencers όσον αφορά την πολιτική είναι ότι αποκτούν τον κύκλο τους με συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο κατά κανόνα δεν την αφορά. Δηλαδή, είναι κάποιος influencer επειδή είναι καλός μάγειρας και «ανεβάζει» εξαιρετικές συνταγές. Ή, είναι καλός αθλητής και ανεβάζει αθλητική ενημέρωση. Ή, είναι ειδικός στη μόδα ή στη διατροφή ή στα βιβλία και δημοσιεύει στο προφίλ του αντίστοιχες πληροφορίες. Με άλλα λόγια, κάθε influencer έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο ενδιαφέρει τους «ακόλουθούς» του.
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως είναι γνωστό, συχνά οι influencer αμείβονται για διαφημιστικές υπηρεσίες που παρέχουν μέσω του προφίλ τους. Δηλαδή, επιχειρήσεις πληρώνουν influencers για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους, προφανώς στο αντικείμενό τους. Από τη μεριά τους συχνά οι influencer πληρώνουν τις πλατφόρμες των social media για την προώθηση του προφίλ τους. Πρόκειται για έναν κύκλο της σύγχρονης οικονομίας που επικρατεί γύρω μας.
Τι γίνεται όμως όταν στο παραπάνω μοντέλο τυχόν παρεισφρήσει η πολιτική; Τι θα γίνει αν κάποιος influencer, καθώς ανεβάζει φωτογραφίες και video φαγητών, αγώνων ή ρούχων, παρεμπιπτόντως και «εντελώς τυχαία» αναφέρει ότι υποστηρίζει το ένα ή το άλλο κόμμα; Τον έναν ή τον άλλον πολιτικό; Η πλατφόρμα, συνηθισμένη να μεταδίδει τα post του σε όλους τους «ακολούθους» του, θα μεταδώσει και τα μηνύματα αυτά. Οι ακόλουθοί του, συνηθισμένοι να διαβάζουν ό,τι ποστάρει θα δουν και τα μηνύματα αυτά. Έτσι, η, έμμεση και άδηλη διαφήμιση θα έχει ολοκληρωθεί.
Για να είμαστε δίκαιοι αυτό δεν είναι ανήκουστο στην πραγματική, μη ψηφιακή ζωή. Είναι γνωστό σε όλους ότι οι καλλιτέχνες καλούνται, και αρέσκονται, να παίρνουν πολιτική θέση. Το ίδιο και οι, δημόσιοι, διανοούμενοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις καθένας χρησιμοποιεί το μέσο του: οι καλλιτέχνες τις συναυλίες, οι διανοούμενοι τις εφημερίδες και όλοι μαζί την τηλεόραση και τα ραδιόφωνα. Ούτε σε κείνους υπάρχει απαίτηση συνέπειας: συχνά αλλάζουν «στρατόπεδα». Και εκείνοι επηρεάζουν το κοινό τους – ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν τα κόμματα, που συχνά τους βάζουν στα ψηφοδέλτιά τους για τον λόγο αυτόν. Αφού λοιπόν σε κείνους επιτρέπεται (αν δεν είναι αναμενόμενο, κιόλας), γιατί άραγε να απαγορεύεται στους influencers;
Η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται στον όγκο της πληροφορίας. Οι καλλιτέχνες και οι δημόσιοι διανοούμενοι είναι τελικά λίγες δεκάδες άτομα που μπορεί να επηρεάζουν πολλούς όμως, επειδή ακριβώς είναι λίγοι, «παρακολουθούνται». Δηλαδή, είναι ήδη γνωστές οι θέσεις τους, κρίνονται και, αναλόγως πως πάνε τα πράγματα, οι ίδιοι «υποφέρουν» ή «κερδίζουν» από αυτές με εξίσου ορατό σε όλους τρόπο. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει για τους influencers. Είναι χιλιάδες, επηρεάζει καθένας τους συγκριτικά λίγους, και, έξω από τον κύκλο τους, κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Έτσι, η «ζαβολιά» και η παρατυπία, η αθέμιτη δηλαδή διαφήμιση και προώθηση, είναι πιο εύκολο να συμβεί. Μέχρι οι χρήστες του διαδικτύου να εκπαιδευτούν στους κινδύνους που διατρέχουν από παρόμοιες πρακτικές νομίζω ότι μια, άνωθεν, κρατική παρέμβαση θα έκανε σε όλους (μας) καλό