Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα tomanifesto.gr 2.02.2023
Όλοι γνωρίζουμε πλέον το TikTok. Ίσως όμως μας διαφεύγει πόσο δημοφιλές είναι στην Ευρώπη: Το 2022 οι χρήστες του υπολογίζονταν περίπου σε 220εκ, ενώ, ως μέτρο σύγκρισης, οι χρήστες του Twitter ήταν λιγότεροι από 100εκ. Σε έναν πληθυσμό 500εκ. Ευρωπαίων ο αριθμός αυτός έχει σημασία.
Όπως είναι επίσης γνωστό, το TikTok είναι κινεζικής ιδιοκτησίας. Στην ουσία είναι η μοναδική δημοφιλής πλατφόρμα στη Δύση που δεν ανήκει σε αμερικανική εταιρεία. Στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας (θυμίζω και την Huawei) αυτό είναι σημαντικό. Πρόσφατα, η αμερικανική κυβέρνηση απαγόρευσε σε όλους τους υπαλλήλους της να το χρησιμοποιούν. Λόγος της απαγόρευσης, η κρατική ασφάλεια: Θεωρούν οι ΗΠΑ ότι, επειδή η ιδιοκτήτρια του TikTok έχει έδρα στην Κίνα, πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των αμερικανών μπορεί να έχει η κινεζική κυβέρνηση.
Αυτή η απαγόρευση φέρνει την Ευρώπη προ των ευθυνών της. Αν οι αμερικανοί θεωρούν ότι υπάρχει πρόβλημα ασφάλειας το ίδιο δεν ισχύει και για τους ευρωπαίους; Δεν θα ήταν συνετό να ισχύσει η ίδια απαγόρευση και στην Ευρώπη;
Πιθανότατα, ναι. Πολλές είναι οι φωνές σε ευρωπαϊκές χώρες που ζητούν κάτι τέτοιο να συμβεί. Από την άλλη μεριά, στην Ευρώπη έχουμε νόμους (ιδίως, για τα προσωπικά δεδομένα), κάτι που στην Αμερική λείπει. Θα μπορούσαμε να επιμείνουμε στην εφαρμογή τους (και) από το TikTok. Άλλωστε, το πρόβλημα των αμερικανών με το TikTok έχει και μια άλλη ανάγνωση εδώ στην Ευρώπη: όλες οι υπόλοιπες πλατφόρμες που χρησιμοποιούμε είναι αμερικανικές. Τα προσωπικά δεδομένα των ευρωπαίων πρέπει να προστατεύονται και από την αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό έχει οδηγήσει ήδη σε δεκαετίες δικαστικών διενέξεων και διμερών διαπραγματεύσεων – και το πρόβλημα παραμένει, και σήμερα, άλυτο.
Η πρόσφατη κατακρήμνιση της αξίας των «ψηφιακών» μετοχών οδήγησε σε ανατροπές στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου. Σύμφωνα με το Forbes, ο πλουσιότερος όλων δεν είναι πλέον ο Έλον Μασκ αλλά ένας Ευρωπαίος, ο Bernard Arnault. Το γεγονός χαιρετίστηκε τόσο από τους (χαιρέκακους) αντιπάλους του Έλον στο Τουίτερ όσο και από ειδικά έντυπα όπως ο Economist, που έκαναν λόγο για «Ευρωπαϊκό καπιταλισμό». Αναρωτιέμαι τελικά αν μόνο εγώ στεναχωρήθηκα.
Ο κ. Arnault δεν είναι ιδιοκτήτης κάποιας τεχνολογικής εταιρείας αλλά του ομίλου ειδών πολυτελείας LVMH (Moët Hennessy Louis Vuitton), στον οποίο επίσης ανήκουν η Dior, τα Tiffany, κα. Αν ψάξουμε για ψηφιακή τεχνολογία, από τους πενήντα πρώτους της λίστας δεν θα βρούμε κανέναν Ευρωπαίο. Για την ακρίβεια, στους πρώτους εκατό υπάρχει μόνο ένας με ψηφιακό αντικείμενο, και μάλιστα Ελβετός.
Τι μας λένε τα παραπάνω; Ότι η ψηφιακή τεχνολογία δεν παράγεται στην Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι ανύπαρκτη στις 100 κορυφαίες θέσεις της παγκόσμιας ψηφιακής κατάταξης. Στην ουσία, παράγει πολυτέλεια και εισάγει τεχνολογία. Άλλωστε, αυτό διαπιστώνει καθένας μας εμπειρικά: Πόσες ευρωπαϊκές ψηφιακές εταιρείες «μπαίνουν» στο σπίτι μας; Από αυτοκίνητα ή ποτά όμως…
Αυτή η διαπίστωση έχει μεγάλη σημασία. Η Ευρώπη είναι στην ουσία χρήστης των τεχνολογιών που παράγουν άλλοι, δηλαδή η Αμερική και η Κίνα. Ομολογουμένως είναι πολύ σημαντικός χρήστης, επειδή έχει εύρωστη εσωτερική αγορά 500εκ πολιτών, επομένως όλοι προσπαθούν να την έχουν ικανοποιημένη. Όμως, άλλο χρήστης και άλλο δημιουργός. Αν θέλει να παίξει στον παγκόσμιο χάρτη, ενόψει και της επερχόμενης τεχνητής νοημοσύνης, είτε θα πρέπει αυτό να το αλλάξει, κάτι που φαίνεται από δύσκολο έως αδύνατο, είτε να βρει τρόπους να το ελέγξει – με μόνο εργαλείο της, σε αυτή την κατεύθυνση, τον νόμο.
Αυτή την περίοδο η, αποκρουστική, υπόθεση του βιασμού της 12χρονης στον Κολωνό έφερε στο προσκήνιο το, λεγόμενο, dark web (δεν υπάρχει ελληνική μετάφραση), αφού από ό,τι φαίνεται εκεί κλείνονταν τα, ειδεχθή, «ραντεβού». Τι είναι όμως το dark web; Πως και γιατί υπάρχει; Και, κυρίως, αν τελικά χρησιμοποιείται για τέτοιες απωθητικές πράξεις γιατί το ανεχόμαστε;
Για να δοθεί ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα απαιτείται πρώτα μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Το ίντερνετ δημιουργήθηκε από τον στρατό στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960. Όταν βρέθηκαν καλύτερα μέσα επικοινωνίας το ίντερνετ «απελευθερώθηκε» στην αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα τη δεκαετία του 1980. Στην αρχή, δηλαδή τη δεκαετία του 1990, ήταν δύσχρηστο και εξαιτίας και του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αναρχο-αριστερή σκέψη που σε αυτό είδε ένα μέσο ανατροπής των εθνικών κυβερνήσεων, κατάργησης των συνόρων, αναρχο-ελεύθερης ζωής χωρίς ελέγχους και περιορισμούς και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Σύντομα όμως, πριν ακόμα κλείσει η δεκαετία του 1990, το ίντερνετ άρχισε αφενός να αποκτά εμπορική σημασία και αφετέρου να χρησιμοποιείται από πολλούς. Τότε σε αυτό μπήκαν οι εθνικές κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και όλοι οι οργανισμοί που ήδη γνωρίζουμε από τον «πραγματικό» κόσμο. Μέσα σε λίγα χρόνια, δηλαδή μέχρι τις αρχές του 2000, το ίντερνετ είχε πάρει τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή ενός καθημερινού εργαλείου που συμπληρώνει και βελτιώνει τη ζωή κάθε ανθρώπου στον πλανήτη.
Το πρόβλημα με αυτή τη μετάλλαξη του ίντερνετ ήταν ότι σταδιακά «κανονικοποιήθηκε». Δηλαδή, το αναρχο-αυτόνομο όνειρο των ακραίων που αρχικά το χρησιμοποιούσαν σύντομα αντικαταστάθηκε από ένα ίντερνετ με δυνατότητες ταυτοποίησης και απόδοσης ευθυνών. Με άλλα λόγια, όπως και στον πραγματικό κόσμο έτσι και στο ίντερνετ σιγά-σιγά οι κυβερνήσεις πήραν μέτρα ώστε οι πράξεις των πολιτών σε αυτό, αν είναι παράνομες, να μην μένουν ατιμώρητες. Σε αυτό το ιντερνετικό περιβάλλον ζούμε σήμερα, όπου με μεγαλύτερη ή μικρότερη δυσκολία αν κάποιος προβεί σε παράνομες πράξεις οι διωκτικές αρχές μπορούν να τον εντοπίσουν, προστατεύοντας έτσι το κοινωνικό σύνολο ακριβώς όπως και στον πραγματικό κόσμο.
Όπως όμως είναι γνωστό κάθε δράση προκαλεί μια αντίδραση. Επίσης, κάθε, μαζική, ανάγκη επιβάλλει την ικανοποίησή της. Έτσι, η παραπάνω «κανονικοποίηση» του ίντερνετ οδήγησε, τελικά, και στη δημιουργία του dark web. Δηλαδή, η ανάγκη για ανωνυμία και μη ταυτοποίηση από κυβερνήσεις και υπηρεσίες ασφαλείας οδήγησε στη δημιουργία ενός παράλληλου ίντερνετ που προσφέρει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν ενδιαφέρουν εδώ, παρά μόνο το βασικό χαρακτηριστικό του dark web, δηλαδή η αδυναμία (όχι, πάντως, πλήρης) ταυτοποίησης των χρηστών του. Ενώ, δηλαδή, στο «φανερό», «ανοιχτό» ίντερνετ οι πράξεις μας οδηγούν σε εμάς, στο dark web παρέχεται αποτελεσματικός τρόπος να «κρυφτούμε».
Φυσικά, το dark web δεν θα παρείχε αυτή τη δυνατότητα αν όλοι μπορούσαν να μπουν εύκολα σε αυτό. Στο dark web δεν μπαίνει κανείς με έναν απλό Chrome ή Firefox που χρησιμοποιεί καθημερινά στον υπολογιστή ή στο κινητό του. Χρειάζεται να εγκαταστήσει ειδικά προγράμματα και να μάθει τη χρήση τους. Δηλαδή, η χρήση του dark web δεν είναι κάτι ευκαιριακό ή κάτι που γίνεται «κατά λάθος», αλλά θέλει οργάνωση και προσπάθεια.
Τι μπορεί κανείς να κάνει στο dark web, αν μπει στον κόπο να το επισκεφτεί; Κυρίως, παράνομες πράξεις. Σύμφωνα με τη Wikipedia στο dark web υπάρχουν 18000 περίπου ιστότοποι κυρίως με περιεχόμενο παιδικής πορνογραφίας και δευτερευόντως για πωλήσεις ναρκωτικών, όπλων και κλεμμένων πιστωτικών καρτών.
Αν είναι έτσι τα πράγματα τότε γιατί το ανεχόμαστε; Η απάντηση είναι απλή, και στηρίζεται στις βασικές αρχές των δυτικών μας δημοκρατιών: το dark web χρησιμοποιείται κυρίως για παράνομες πράξεις, αλλά όχι μόνο. Η ανωνυμία που προσφέρει είναι χρήσιμη σε ακτιβιστές, δημοσιογράφους, δικηγόρους και σε όσους εργάζονται σε «ευαίσθητες» υποθέσεις που δικαιολογούν αυξημένα μέτρα προστασίας τους. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή μεταξύ των χιλιάδων ιστότοπων με παράνομο περιεχόμενο μπορεί να υπάρχει ένας με νόμιμο, κρίσιμο για τη δημοκρατία περιεχόμενο, δεν καταργούμε το dark web. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν καταργούμε την ανωνυμία ούτε στα social media όπως το Facebook και το Twitter: επειδή, στις δυτικές δημοκρατίες, που επιτίθενται με λύσσα όσοι καταχρώνται τα προνόμια ελευθερίας που τους παρέχονται, η προστασία έστω και ενός ατόμου που κινδυνεύει είναι σημαντικότερη από την προληπτική κατάργηση εργαλείων που γνωρίζουμε ότι κυρίως χρησιμοποιούνται για εγκληματικές ενέργειες.
Οι μεσάζοντες επιστρέφουν και στο ίντερνετ επειδή η ανάγκη τους δεν έλειψε ποτέ. Το ίδιο θα συμβεί και στην πολιτική.
Tο αφιέρωμα του 2045 για το hacking της δημοκρατίας δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο – και, ταυτόχρονα, πιο «πολυφορεμένο»: πολιτικοί, επιστήμονες, δημοσιογράφοι, απλοί πολίτες όλοι αναρωτιούνται, γράφουν, συζητούν και ερευνούν τι άραγε πηγαίνει στραβά αυτή την περίοδο με τις Δυτικές δημοκρατίες μας. Οι ψηφιακές τεχνολογίες όξυναν παλιά, ήδη εντοπισμένα προβλήματα (πχ. η ποιότητα των πολιτικών, η σχέση τους με τους ψηφοφόρους τους, συστημικές δυσλειτουργίες). Αν κάποτε το «ρουσφέτι» και η «ανταλλακτική ψήφος» ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματά μας, σήμερα έχουν προστεθεί τα fake news, τα social media, τα bots του ίντερνετ κοκ. Ούτε άλλωστε τα παλιά προβλήματα εξαφανίστηκαν: Ίσα-ίσα, στην Αμερική φαίνεται ότι θέλουν να φτιάξουν «πλατφόρμα παρακολούθησης αιτημάτων ψηφοφόρων», δηλαδή ρουσφετιών(!). Σε κάθε περίπτωση, η δική μου συνεισφορά στο θέμα σκοπεύω να είναι διπλή: Ένα πρώτο, γρήγορο, σημείο θα ακολουθηθεί από ένα δεύτερο, για το οποίο όμως θα χρειαστεί λίγο μεγαλύτερη ανάλυση.
Σημείο 1ο. Οι δημοκρατίες μας δεν πάσχουν από τίποτα απολύτως – είναι μια χαρά!
Λίγο τα προβλήματα hacking της δημοκρατίας και λίγο οι πρόσφατες θεαματικές εκλογικές επιτυχίες λαϊκίστικων κομμάτων στη Δύση έχουν οδηγήσει σε κατήφεια. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, υποστηρίζεται, περνούν κρίση. Δεν πείθουν πλέον τους οπαδούς τους και γι αυτό έχουμε παντού στην Ευρώπη και στην Αμερική (τα προπύργια, δηλαδή, της φιλελεύθερης δημοκρατίας) αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα που έχουμε.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο λάθος. Η φιλελεύθερη δημοκρατία μας είναι μια χαρά στην υγεία της. Αν κάτι δείχνουν οι επανειλημμένες εκλογικές επιτυχίες λαϊκιστών δεν είναι ότι πάσχει η ίδια η δημοκρατία, αλλά οι μέχρι τότε πολιτικές και οι πολιτικοί. Τα λαϊκίστικα κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς εκλέγονται με δημοκρατικές διαδικασίες. Αντικατοπτρίζουν μια αντίδραση του κόσμου στα «παραδοσιακά» πολιτικά κόμματα, των οποίων οι άνθρωποι και οι πολιτικές έπαψαν να πείθουν. Η αντιστροφή του προβλήματος από τους πολιτικούς που θίγονται από αυτές τις ανατροπές («δεν φταίμε εμείς, φταίει η δημοκρατία και οι ψηφοφόροι») αποτελεί κλασσική περίπτωση άρνησης αποδοχής της πραγματικότητας, εθελοτυφλίας, και, τελικά, επικίνδυνης υστέρησης μπροστά στις ανάγκες των καιρών.
Άλλο θέμα, φυσικά, η ζημιά που μπορεί να κάνουν οι εκλεγμένοι λαϊκιστές πολιτικοί στις δημοκρατίες τους. Εκεί τα πράγματα διαφέρουν από χώρα σε χώρα – και μπορεί να είναι πραγματικά άσχημα για όσες δεν έχουν ισχυρούς Θεσμούς (Τύπο, Σώματα Ασφαλείας, Δικαστήρια, Πανεπιστήμια, Δημόσια Διοίκηση) που θα αντισταθούν σε κάθε αντιδημοκρατική προσπάθεια. Γι αυτό, αν κανείς θέλει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε «κρίση της δημοκρατίας» σήμερα θα ήταν προτιμότερο να ενισχύσει τους Θεσμούς παρά να κάνει οτιδήποτε άλλο. Το ίντερνετ το πολύ να ενισχύσει μια τάση που ήδη υπάρχει, δεν μπορεί να δημιουργήσει πολιτική αντίδραση από το μηδέν – περισσότερα όμως γι αυτό, αμέσως παρακάτω.
Σημείο 2ο. Το ίντερνετ εξαφάνισε τους μεσάζοντες (και) στις δημοκρατίες
Αναμφίβολα ζούμε την εποχή της εξαφάνισης των μεσαζόντων. Μέχρι να εμφανιστεί το ίντερνετ οι κοινωνίες μας στηρίζονταν κυριολεκτικά στους μεσάζοντες: εμπορικοί αντιπρόσωποι μεσολαβούσαν μεταξύ αλλοδαπών κατασκευαστών και της εγχώριας αγοράς, ταξιδιωτικοί πράκτορες μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και ταξιδιωτών, εκδότες μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστών, δισκογραφικές μεταξύ μουσικών και ακροατών, κοκ. Εξίσου, κριτικοί λογοτεχνίας μας πρότειναν τα βιβλία που διαβάζαμε, γευσιγνώστες τα εστιατόρια που θα βγαίναμε, παραγωγοί ραδιοφώνου τη μουσική που θα αγοράζαμε. Κυριολεκτικά η ζωή μας στηριζόταν σε μεσάζοντες, μέσα από τους οποίους το προϊόν, η υπηρεσία ή το μήνυμα «περνούσαν» από τους κατασκευαστές και παραγωγούς τους σε εμάς, τους τελικούς καταναλωτές.
Το ίδιο ακριβώς και στην πολιτική. Το μήνυμα των πολιτικών περνούσε στους ψηφοφόρους με τη βοήθεια μεσαζόντων – στην ουσία, του Τύπου, έμπειρων δημοσιογράφων και πολιτικών αναλυτών (δημόσιων διανοούμενων). Στην αρχή το μέσο ήταν οι εφημερίδες, στη συνέχεια προστέθηκαν το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Οι πολιτικοί και οι ιδέες τους μπορούσαν να γίνουν γνωστοί στους δυνάμει ψηφοφόρους τους μόνο μέσω αυτού του φίλτρου. Τα Μέσα, δηλαδή οι ειδικοί, επέλεγαν ποιους πολιτικούς και πολιτικές θα προβάλουν. Εύλογα, τα κριτήρια κάθε Μέσου ήταν διαφορετικά: Σε γενικές γραμμές όμως νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι κάθε Μέσο πρόβαλε τους καλύτερους από το είδος πολιτικής που υπηρετούσε έτσι ή αλλιώς (κάθε Μέσο, σε όλη την υφήλιο, έχει συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα). Δηλαδή, τα σοβαρά κεντροδεξιά Μέσα προωθούσαν κατά κανόνα σοβαρούς κεντροδεξιούς πολιτικούς, τα σοβαρά σοσιαλδημοκρατικά Μέσα το ίδιο, όπως άλλωστε το ίδιο έκαναν και τα λαϊκίστικα Μέσα, προβάλλοντας τους καλύτερους από τους δικούς τους εκπροσώπους, της Αριστεράς ή της Δεξιάς αντίστοιχα. Από καθέναν μας αναμενόταν μόνο να αγοράζουμε τις εφημερίδες ή να παρακολουθούμε τα κανάλια που μας ταίριαζαν.
Η ιντερνετική επίθεση εναντίον των μεσαζόντων
Το πρώτο που έκανε το ίντερνετ όταν πλέον έπρεπε να βγάλει χρήματα (όταν δηλαδή, κατά τη δεκαετία του 1990 έπαψε να είναι χόμπι μεταξύ ακαδημαϊκών) ήταν να επιτεθεί στους μεσάζοντες. Οι υπηρεσίες, τα προϊόντα και οι πληροφορίες πλέον έφταναν από την πηγή τους απευθείας σε εκείνους στους οποίους προορίζονταν. Βιβλία, ηλεκτρονικά είδη, ακόμα και ρούχα μπορέσαμε να προμηθευτούμε απευθείας από τους κατασκευαστές τους, οπουδήποτε στον κόσμο. Συγγραφείς μπόρεσαν να αυτο-εκδοθούν, μουσικοί να δημιουργήσουν τα δικά τους κανάλια. Αεροπορικά εισιτήρια και πακέτα ξενοδοχείων αγοράζαμε πλέον απευθείας από τις αεροπορικές και τους ξενοδόχους αντίστοιχα.
Ομολογουμένως, μεσάζοντες και πάλι υπήρχαν, όπως το Amazon ή το Booking. Όμως αυτοί δεν είχαν καμία σχέση με τους τοπικούς μικρομεσαίους μεσάζοντες του «πραγματικού» κόσμου – ήταν παγκόσμιοι παίκτες με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη από κατασκευαστές και παρόχους μαζί.
Εξίσου, η γνώση των «ειδικών», που ήταν ακριβή, αντικαταστάθηκε από τη γνώση του πλήθους: Η Wikipedia αντικατέστησε την Britannica, οι influencers τους δημόσιους διανοούμενους, οι γνώμες του κοινού τους κριτικούς λογοτεχνίας, μουσικής, γεύσης, ακόμα και τους κριτικούς τέχνης.
Τελικά, το ίδιο συνέβη και στους πολιτικούς. Ο παραδοσιακός Τύπος εξαφανίστηκε (ποιος αγοράζει ακόμα εφημερίδα;) ή αντικαταστάθηκε (πόσοι ενημερώνονται από την τηλεόραση και πόσοι από το ίντερνετ;). Ταυτόχρονα, τα social media έδωσαν στους πολιτικούς την ευκαιρία να συνομιλήσουν απευθείας με τους ψηφοφόρους τους, και μάλιστα χωρίς κόστος! Πρωτοφανή, συνεπώς, πράγματα και για τους μεν και για τους δε. Μοντέλα πολιτικής επικοινωνίας διαμορφωμένα μέσα από τους αιώνες αντικαταστάθηκαν πλήρως μέσα σε λίγα μόνο χρόνια.
Έκανε τελικά καλό η εξαφάνιση των μεσαζόντων;
Αρχικά η χαρά όλων μας ήταν μεγάλη. Ξαφνικά μπορούσαμε να προμηθευτούμε οτιδήποτε από οποιονδήποτε – και μάλιστα, σε καλύτερη τιμή, αφού το κόστος των μεσαζόντων εξαφανίστηκε μέσα σε μια νύχτα. Φάνηκε τότε ότι το κέρδος μας θα ήταν διπλό: Όχι μόνο οικονομικό αλλά και προσωπικό, με την έννοια ότι δεν θα επέλεγαν πια άλλοι για εμάς. Καθένας θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του χωρίς το φίλτρο του ενδιάμεσου.
Η πραγματικότητα, βέβαια, αποδείχτηκε τελείως διαφορετική. Μπορεί κανείς να αγοράσει προϊόντα απευθείας, αλλά χωρίς καθοδήγηση κινδυνεύει να χαθεί στον κυκεώνα των άπειρων, παγκόσμιων επιλογών. Μπορεί κανείς να κλείσει αεροπορικά εισιτήρια μόνος του, αλλά αν χρειαστεί κάτι πιο δύσκολο από ένα απλό ταξίδι η ανθρώπινη παρέμβαση του ταξιδιωτικού πράκτορα έγινε απαραίτητη. Ομοίως, μπορεί κανείς να βρει τα πάντα στην Wikipedia, όμως συχνά οι πληροφορίες της χρειάζονται διασταύρωση. Η σοφία του πλήθους βοηθά κυρίως όταν τα πράγματα είναι απλά, όταν όμως γίνουν πιο σύνθετα τότε η γνώμη των ειδικών είναι απαραίτητη.
Και στην πολιτική; Βοήθησε η εξαφάνιση του Τύπου; Έκανε καλό η απευθείας επικοινωνία του πολιτικού με τους ψηφοφόρους του; Ή μήπως έβλαψε τη δημοκρατία, επειδή χάθηκε η το ενδιάμεσο φίλτρο, δηλαδή η γνώμη των ειδικών;
Απάντηση, ακόμα, δεν υπάρχει. Ομολογουμένως οι λαϊκιστές πολιτικοί τύπου Τραμπ (για να μην αναγκαστώ να αναφέρω τους Ευρωπαίους αντίστοιχους σε Αριστερά και Δεξιά) επωφελήθηκαν από την εξαφάνιση των μεσαζόντων. Χωρίς τα social media ένα σωρό λαϊκίστικα κόμματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν τη δύναμη που απολαμβάνουν σήμερα. Όμως, από την άλλη μεριά, ήταν το ίντερνετ που βοήθησε, για παράδειγμα, τον Μακρόν να δημιουργήσει το κόμμα του από το μηδέν. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο λαϊκισμός, παρά την άνοδό του, δεν έχει επικρατήσει ούτε στην Ευρώπη ούτε και στην Αμερική. Δηλαδή, και οι σοβαρές πολιτικές δυνάμεις χρησιμοποιούν το ίντερνετ και τα social media – αυτή τη φορά προς όφελός τους, και προς όφελος της δημοκρατίας.
Αντί συμπερασμάτων: Η κανονικοποίηση του ίντερνετ
Το θέμα της πολιτικής και του ίντερνετ παραμένει ανοιχτό. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι στην Αμερική για πρώτη φορά απέκτησε σημασία μόλις κατά την πρώτη εκλογή Ομπάμα (το 2008), ενώ στην Ευρώπη πολύ αργότερα. Είναι επομένως πολύ νωρίς για να κρίνει κανείς. Αν κάτι όμως μπορεί να παρατηρηθεί ήδη από τους συγγενείς χώρους που παρατηρήθηκε πολύ νωρίτερα η εξαφάνιση των μεσαζόντων είναι η σταδιακή κανονικοποίηση.
Όπως έχω αναφέρει και αλλού, το ίντερνετ καθώς ωριμάζει μοιάζει στην πραγματική ζωή: Ταινίες δεν νοικιάζουμε πια από video clubs όμως πληρώνουμε μηνιαίες συνδρομές, μουσική το ίδιο. Η Britannica έγινε συνδρομητική online, το ίδιο και οι σημαντικότερες συλλογές βιβλίων (πχ. Loeb). Τους ειδικούς στην μουσική, στη λογοτεχνία ή όπου αλλού μπορεί πλέον να μην τους διαβάζουμε σε εφημερίδες, όμως επισκεπτόμαστε τα προσωπικά τους blog ή ιστοσελίδες. Με άλλα λόγια, οι μεσάζοντες επιστρέφουν, επειδή η ανάγκη τους ποτέ δεν έλειψε, όμως πλέον με άλλο τρόπο και μορφή. Θεωρώ ότι το ίδιο θα συμβεί και στην πολιτική: Ο Τύπος θα επιστρέψει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (για πόσο καιρό άραγε δεν θα ντρεπόμαστε να απαντάμε ότι «ενημερωνόμαστε από τα social media»;), όμως μετά από όλη αυτή τη διαδικασία ωρίμανσης ο ρόλος του θα είναι ακόμα πιο ουσιαστικός για τις δημοκρατίες μας.
Αυτές τις μέρες στελεχώνεται το Ευρωπαϊκο Κέντρο Δεξιοτήτων Κυβερνοασφάλειας (European Cybersecurity Competence Centre) με έδρα το Βουκουρέστι. (Η ελληνική μετάφραση άλλη μια φορά είναι εκτός πραγματικότητας, «Ευρωπαϊκό Κέντρο Αρμοδιότητας (!) Κυβερνοασφάλειας», και οφείλουμε να την αγνοήσουμε.) Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για έναν νέο ευρωπαϊκό οργανισμό που θα διαχειριστεί ερευνητικά κονδύλια με αντικείμενο την κυβερνοασφάλεια. Στόχος του είναι ακριβώς αυτός: η επαύξηση των ευρωπαϊκών δεξιοτήτων στον τομέα. Ιδρύθηκε πριν από λίγο καιρό, η Ρουμανία το πάλεψε και κατάφερε τελικά να έχει την έδρα του εκεί, και αυτήν την περίοδο έχει προκηρύξει θέσεις εργασίας και τα πρώτα του ερευνητικά έργα.
Την Ελλάδα το θέμα την ενδιαφέρει από δύο, τουλάχιστον, απόψεις. Πρώτη, και για όσους δεν το γνωρίζουν, επειδή ο βασικός ευρωπαϊκός οργανισμός για την κυβερνοασφάλεια, o ENISA, έχει την έδρα του στην Ελλάδα. Είναι ο μόνος ευρωπαϊκος οργανισμός που εδρεύει στη χώρα μας (πρώτα στην Κρήτη, και πρόσφατα στην Αθήνα). Οταν πρωτο-ιδρύθηκε, με το θέμα της κυβερνοασφάλειας ασχολούνταν ελάχιστοι. Τώρα πλέον μας απασχολεί όλους. Η δεύτερη άποψη αφορά το μέλλον: ακριβώς το παραπάνω γεγονός, αλλά και οι εθνικές μας ιδιαιτερότητες προσφέρουν μια ευκαιρία που καλό θα ήταν να μην πάει χαμένη.
Η σημασία, πλέον, του κυβερνοπολέμου δεν νομίζω ότι χρειάζεται ειδική εξήγηση. Διεξάγεται συνεχώς, σε συνθήκες αδιαφανείς, από όλους εναντίον όλων. Ο ρόλος του στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι αδιαμφιβήτητος. Κάθε χώρα στον πλανήτη, εκτός από τον παραδοσιακό εξοπλισμό της, πλέον εξοπλίζει και τον κυβερνοχώρο της. Οι νέες υλοποιήσεις «έξυπνων» δικτύων ενέργειας, μεταφορών, υγείας ή διαχείρισης υδάτινων πόρων μόνο θα αυξήσουν τη σημασία των κυβερνο-όπλων και της κυβερνο-άμυνας.
Σε αυτήν την εξοπλιστική κούρσα η Ελλάδα προφανώς δεν προπορεύεται, δεν νομίζω ότι καν συμμετέχει. Αυτο-περιοριζόμαστε επομένως, όπως και στα υπόλοιπα οπλικά συστήματα, σε έναν ρόλο καταναλωτή-χρήστη. Είναι όμως ανάγκη να συμβαίνει αυτό;
Κατά τη γνώμη μου όχι. Η Ελλάδα διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής ειδίκευσης και λογικού κόστους. Εχει παραγωγικές σχολές και ακαδημαϊκό προσωπικό που ανταγωνίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Εχει το story της έδρας του ENISA. Επίσης, έχει επενδύσει, και συνεχίζει να επενδύει, πολλά λεφτά σε νέες τεχνολογίες.
Τι λείπει; Το πιο βασικό: η διασύνδεση με τον στρατό. Το Ισραήλ ξανά και ξανά έχει χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα της διασύνδεσης της ντόπιας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας με τον στρατό του. Πριν από δέκα χρόνια, ώστε να ενισχύσει τη νεοφυή επιχειρηματικότητά του. Τώρα, για να ενισχύσει την πολεμική του βιομηχανία κυβερνοασφάλειας. Εμείς, άραγε, γιατί όχι; Η Ελλάδα έχασε, και μάλιστα από την Τουρκία, τη μάχη των drones, ενώ και εκεί θα μπορούσαμε να πρωτοστατούμε. Ας μη χάσουμε τώρα και το επόμενο τρένο – αν δεν καταφέρουμε να το οδηγήσουμε, τουλάχιστον ας βρεθούμε πάνω του, αντί πίσω του.