Δημοσιεύθηκε από τον Βαγγέλη Παπακωνσταντίνου στο STARTUPPER MAG, Το Βήμα της Κυριακής, 27.10.2019
Ένα από τα θετικά των χρηματοδοτικών εργαλείων που είναι διαθέσιμα στα ελληνικά startups σήμερα (αναφέρομαι κυρίως στα Equifund funds, αλλά και στα υπόλοιπα VCs που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σήμερα) είναι ότι δεν προσπαθούν να κατευθύνουν τους startuppers προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δηλαδή, δεν ξεκινούν έχοντας στο μυαλό τους συγκεκριμένους τομείς που επιθυμούν να επενδύσουν, αποκλείοντας έτσι όλους τους άλλους, αλλά διατηρούν ανοιχτό τον ορίζοντά τους σε κάθε πρόταση που θα έρθει στο γραφείο τους. Μόχλευση, επομένως, της αγοράς μέσω των χρηματοδοτικών εργαλείων και όχι στόχευση προς ένα μόνο είδος καινοτομίας ή επενδύσεων.
Δύο εντελώς διαφορετικοί τρόποι σκέψης κρύβονται πίσω από κάθε μέθοδο επένδυσης. Στην περίπτωση της στόχευσης κάποιοι θεωρούν πως γνωρίζουν το καλό και σωστό για μια κοινωνία και επιδιώκουν να την κατευθύνουν προς τα κει. Δεν έχει σημασία ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι (αν δηλαδή είναι οι καλύτεροι ειδικοί της υφηλίου ή όχι) ή πως έφτασαν στην απόφασή τους (κλεισμένοι στο γραφείο τους ή μετά από ευρύτατη διαβούλευση). Το γεγονός παραμένει ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μια άνωθεν δύναμη θεωρεί ότι γνωρίζει ή έστω ότι εντόπισε τι είναι καλό για μια οικονομία και διαθέτει δημόσια χρήματα για να το επιτύχει. Πατερναλισμός, με άλλα λόγια. Στην ίδια λογική εντάσσονται, αργότερα, οι «εθνικοί πρωταθλητές», οι «κλειστές αγορές» και όλα τα αντίστοιχα προστατευτικά μέτρα – η σκέψη είναι ότι, αφού εντοπίστηκε το καλό, πρέπει εκτός από την προώθησή του να προστατεύονται κάθε φορά και τα κεκτημένα.
Στον αντίποδα βρίσκεται η μόχλευση. Σε αυτή την περίπτωση κανείς δεν θεωρεί ότι κατέχει την αλήθεια. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία είναι ανοιχτά σε οποιονδήποτε μπορεί να πείσει, ανεξαρτήτως σε ποιον τομέα δραστηριοποιείται. Σε όλους δίνεται η ίδια ακριβώς ευκαιρία να τα καταφέρουν, χωρίς δεύτερες σκέψεις αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους «αξίζει τον κόπο» ή εντάσσεται καλύτερα ή χειρότερα σε εθνικές πολιτικές.
Προφανώς και οι δύο απόψεις έχουν μειονεκτήματα. Για την στόχευση αναφέρονται παραπάνω, η μόχλευση διακινδυνεύει την κατασπατάληση εθνικών πόρων, που δεν περισσεύουν, κυνηγώντας χίμαιρες. ‘Η, πιο πρακτικά, τη δημιουργία μιας «φούσκας» εντός της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, μέσα στην οποία εργοδότες και εργαζόμενοι παραμένουν αποκομμένοι από τις πραγματικές συνθήκες γύρω τους.
Αν όμως έπρεπε να διαλέξει κανείς, όπως για παράδειγμα οφείλει να κάνει όποτε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία δημιουργούνται, τότε για μένα η μόχλευση έχει το αναμφισβήτητο προβάδισμα. Όχι μόνο για τον λόγο ότι η τεχνολογία εξελίσσεται με τρόπους που ακόμα και ειδικοί αδυνατούν να προβλέψουν. Ούτε επειδή η προσπάθεια για «εθνικούς πρωταθλητές» ακόμα και σε μεγάλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία) απέτυχε. Κυρίως, για τον τρόπο σκέψης πίσω της: Κανείς, ούτε άτομο ούτε ομάδα, δεν κατέχει την μόνη αλήθεια, κατ’ αποκλεισμό όλων των άλλων. Κάθε φορά που καλούμαστε να επιλέξουμε, η ελευθερία οφείλει να υπερτερεί του προστατευτισμού και της καθοδήγησης.