Ευρωπαϊκοί κανόνες για την Τεχνητή Νοημοσύνη

Δημοσιεύθηκε στην Οικονομική Επιθεώρηση, 23.06.2023

Πριν λίγες μέρες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε για την οριστική του θέση στο Σχέδιο Νόμου για την Τεχνητή Νοημοσύνη. (Θεωρώ ότι η ελληνική μετάφραση του « ως «Πράξη», αντί για «Νόμος», «για την Τεχνητή Νοημοσύνη», είναι αποτυχημένη.) Το Σχέδιο Νόμου είχε συνταχθεί εδώ και λίγα χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως προβλέπει η σχετική διαδικασία, την πρόταση της Επιτροπής επεξεργάζονται, χωριστά, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο έχει ήδη αποφασίσει για τη δική του θέση εδώ και λίγους μήνες, επομένως τώρα αρχίζει ο, λεγόμενος, «τρίλογος» μεταξύ των τριών οργάνων, δηλαδή οι εσωτερικές διαπραγματεύσεις «κεκλεισμένων των θυρών», ώστε να καταλήξουν στο οριστικό κείμενο.

Αυτό που έγινε κάπως διαφορετικά αυτή τη φορά είναι ότι ο τρίλογος άρχισε την ίδια μέρα με την απόφαση του Κοινοβουλίου. Αυτό είναι ενδεικτικό της πίεσης χρόνου, ενόψει των Ευρωεκλογών του 2024: από τις αρχές του νέου έτους οι νομοθετικές εργασίες θα τερματιστούν, και, μετά τις εκλογές, ποιος ξέρει αν το νέο Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θα έχουν τις ίδιες προτεραιότητες, και απόψεις, όπως σήμερα. Συνεπώς, υπάρχει ασφυκτική πίεση χρόνου να ολοκληρωθούν όλα σύντομα.

Σε κάθε περίπτωση, μόλις όλα τελειώσουν η Ευρώπη θα είναι η πρώτη στον κόσμο που θα αποκτήσει νόμο για τη ρύθμιση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτή η εξέλιξη ούτε βιαστική ούτε απρόσμενη ήταν, παρά τη χρονική πίεση αυτής της περιόδου: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που διορίστηκε το 2019 έθεσε ως προτεραιότητα τον «ψηφιακό μετασχηματισμό», και νομοθέτησε με συνέπεια και συνέχεια αντίστοιχα. Οι εργασίες πάνω στην Τεχνητή Νοημοσύνη είχαν ξεκινήσει ακόμα νωρίτερα, ήδη από το 2017. Με άλλα λόγια, ο ευρωπαϊκός Νόμος για την Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι αποτέλεσμα των ημερών, και του ενδιαφέροντος που δημιούργησε, για παράδειγμα, το ChatGPT.

Αυτό που όμως ήταν αποτέλεσμα των ημερών ήταν οι νομοθετικές παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο της Επιτροπής τόσο από το Συμβούλιο όσο και από το Κοινοβούλιο. Στην ουσία, καθένας τους «εμπλούτισε» τις διατάξεις της Επιτροπής από το 2019 με τεχνολογίες των ημερών, δηλαδή του 2023. Έτσι, στις προτάσεις τους αντιμετωπίζονται ειδικά οι τεχνολογίες πίσω από το ChatGPT ή άλλες τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης που έκαναν αισθητή την παρουσία τους πρόσφατα.

Ποιο είναι το πρόβλημα με αυτό; Ότι χάνεται η γενικότητα του νόμου και ο νομοθέτης φαίνεται να τρέχει, ασθμαίνοντας, πίσω από ό,τι νέο βγάζει κάθε φορά η βιομηχανία πληροφορικής Αυτή η στάση, αν και λύνει άμεσα προβλήματα, δεν οδηγεί ούτε σε μακροπρόθεσμες λύσεις (αν σκεφτεί κανείς ότι η προηγούμενη Οδηγία για τα προσωπικά δεδομένα ήταν του 1994 και εκείνη για το ηλεκτρονικό εμπόριο του 2000) ούτε, τελικά, δημιουργεί ασφάλεια δικαίου.

Ανεξαρτήτως των παραπάνω, αφού η Ευρώπη πρώτη νομοθετεί, τις λύσεις της θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να ακολουθήσουν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα. Αυτό συνέβη άλλωστε και σε άλλους τομείς ρύθμισης των ψηφιακών τεχνολογιών, όπως για παράδειγμα στις μεγάλες online πλατφόρμες ή, παλαιότερα, στον GDPR. Δημιουργείται έτσι το λεγόμενο «Brussels effect», όπου τους νόμους της Ευρώπης αντιγράφουν, στην ουσία, όλοι οι άλλοι.

Όμως, υπάρχει ένας «ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο» όταν η Ευρώπη μιλά για τη ρύθμιση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτό το κοινό μυστικό αφορά στο γεγονός ότι οι αντίστοιχες τεχνολογίες δεν παράγονται στην Ευρώπη αλλά στις ΗΠΑ και την Κίνα. Στην ουσία, η Ευρώπη μόνο τις χρησιμοποιεί – και αν κανείς δεν πείθεται αν σκεφτεί ποιας «εθνικότητας» είναι οι εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης που γνωρίζει (όπως άλλωστε και οι online πλατφόρμες, όμως αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

Έτσι, επομένως, εξηγείται το κόμμα στον τίτλο αυτού εδώ του κειμένου. Ο πλήρης τίτλος του θα ήταν «Ευρωπαϊκοί κανόνες για την Τεχνητή Νοημοσύνη, που όμως δεν παράγεται στην Ευρώπη». Στην ουσία η Ευρώπη νομοθετεί για τις τεχνολογίες τρίτων, των ΗΠΑ και της Κίνας. Είναι και αυτό ένα ακόμα αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Αν θα αποδειχτεί για το καλύτερο ή το χειρότερο της Ευρώπης, των Ευρωπαίων και της τεχνολογίας μένει να αποδειχτεί στο μέλλον.

To «Brussels effect», η Τεχνητή Νοημοσύνη και η πρωτιά της Ευρώπης

Δημοσιεύθηκε στο 2045.gr, 3.07.2023

Το “φαινόμενο των Βρυξελλών” δίνει ρόλο στην Ευρώπη στον παγκόσμιο χάρτη. Με το ΑΙ Act η Ευρώπη φιλοδοξεί για μια ακόμα φορά να αποτελέσει το παράδειγμα για όλο τον πλανήτη.

Τo Brussels effect είναι ένας όρος που όλο και περισσότερο, αυτάρεσκα, χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη αυτή την περίοδο. Είναι σχετικά πρόσφατος, λανσαρίστηκε από την Anu Bradford και, εν ολίγοις, υποδηλώνει ότι όσα νομοθετεί πρώτη η Ευρώπη αντιγράφουν αργά ή γρήγορα και οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη.

Ισχύει πράγματι κάτι τέτοιο; Δεν είναι πιθανότερο να αντιγράφουν όλοι τους νόμους της Αμερικής, αφού αυτή είναι η ισχυρότερη (και δημοκρατική) χώρα στον κόσμο; Η συγγραφέας στήριξε το εύρημά της στην παρατήρηση κάποιων τομέων δικαίου και της αγοράς. Θεωρεί ότι, επειδή οι νόμοι της Ευρώπης είναι καλογραμμένοι, δημοκρατικοί και αυστηροί, έχουν κίνητρο να τους αντιγράψουν οι κυβερνήσεις παντού στον πλανήτη. Σε αυτό άλλωστε πιέζονται και από τις επιχειρήσεις τους, επειδή οι τεχνικές προδιαγραφές της Ευρώπης είναι οι αυστηρότερες στον κόσμο, επομένως η αντιγραφή τους και οδηγεί σε ομοιομορφία προϊόντων και υπηρεσιών (δηλαδή, τελικά σε οικονομία) αλλά και «πετά έξω» τον ανταγωνισμό από τους «μικρούς» που δεν έχουν ίσως τα χρήματα να εφαρμόσουν τις ίδιες αυστηρές μεθόδους παραγωγής. Όλα επομένως συνηγορούν στην υιοθέτηση των ευρωπαϊκών στάνταρντ και κανόνων από όλους.

Οι ψηφιακές τεχνολογίες παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά που κάνουν σχεδόν ιδανική τη νομοθέτηση από τις Βρυξέλλες” 

Τι μας νοιάζει αυτό; Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα νομικό φαινόμενο (αν κανείς καν το αποδεχόταν), που δεν φαίνεται να επηρεάζει κάπως την καθημερινότητά μας. Επηρεάζει όμως την πολιτική, η οποία με τη σειρά της τελικά επηρεάζει την καθημερινότητά μας. Πώς γίνεται αυτό; Δίνοντας ώθηση στη νομοθέτηση από τις Βρυξέλλες. Αν το Brussels effect δίνει ρόλο στην Ευρώπη, και μάλιστα σε ένα παγκοσμιοποιημένο δίπολο μεταξύ Αμερικής και Κίνας, τότε δικαιολογεί και τον ρόλο της και τη συνέχιση των προσπαθειών της.

Αυτό δεν γίνεται πουθενά αλλού περισσότερο φανερό από στις ψηφιακές τεχνολογίες (μάλιστα, ένα από τα παραδείγματα της συγγραφέως είναι πράγματι η νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα – ο, γνωστός μας, GDPR). Οι ψηφιακές τεχνολογίες παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά που κάνουν σχεδόν ιδανική τη νομοθέτηση από τις Βρυξέλλες (και όχι από τα εθνικά Κοινοβούλια): Είναι παγκοσμιοποιημένες, επομένως η νομοθέτηση από ένα μόνο κράτος (πχ. για τις ψηφιακές πλατφόρμες) θα ήταν αναποτελεσματική. Είναι επίσης γενικευμένες, επομένως ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας Έλληνας χρήστης  πχ. του Facebook το αντιμετωπίζει με τον ακριβώς ίδιο τρόπο και ένας Γάλλος. Τέλος, είναι νέες και απαιτούν νέες λύσεις και νομικά μοντέλα, τα οποία όμως για να εκπονηθούν απαιτούν κόπο και χρήμα (και ειδικούς) που καμία χώρα μόνη της δεν διαθέτει σε επαρκή αριθμό.

Επομένως, ενθαρρυμένες και από το, «επώνυμο», πλέον φαινόμενο της νομοθέτησής τους, δηλαδή το Brussels effect, οι Βρυξέλλες πράγματι νομοθετούν πρώτες, και αποκλειστικά, για τις ψηφιακές τεχνολογίες. (Σε πλαίσιο ανερυθρίαστης αυτο-προώθησης(!), όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να δουν σχετικό άρθρο μας, που αυτή την περίοδο γίνεται βιβλίο, εδώ.)

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού του φαινομένου σημειώθηκε πριν λίγες μέρες, στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης. Όμως, για να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη απαιτείται μια μικρή αναδρομή. Η Ευρώπη ήδη από το 2017, ή και νωρίτερα ακόμα, είχε αρχίσει να συζητά για τη ρύθμιση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το θέμα έγινε προτεραιότητα με την εκλογή της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής (μετά τις αντίστοιχες ευρωεκλογές) το 2019. Πράγματι, το 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε Σχέδιο Νόμου για την Τεχνητή Νοημοσύνη. (Θεωρώ ότι η ελληνική μετάφραση του «AI Act» ως «Πράξη», αντί για «Νόμος», «για την Τεχνητή Νοημοσύνη», είναι αποτυχημένη.) Όπως απαιτείται, στη συνέχεια επεξεργάστηκαν το Σχέδιο Νόμου το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο. Καθένα από τα δύο οφείλει να δημοσιεύσει τις θέσεις του και τις προτάσεις του σχετικά. Το Συμβούλιο το έκανε εδώ και λίγους μήνες – είναι το Κοινοβούλιο που ολοκλήρωσε τις δικές του διαδικασίες πριν λίγες μέρες. Επομένως, τώρα μπορεί να ξεκινήσει το τελευταίο στάδιο της ευρωπαϊκής νομοθέτησης, η συνεργασία μεταξύ των τριών οργάνων (ο, λεγόμενος, «τρίλογος») ώστε να συμβιβαστούν οι θέσεις τους και να καταλήξουμε σε τελικό κείμενο, κάτι που αναμένεται να συμβεί σύντομα (επειδή άλλωστε, «πιέζουν» πλέον χρονικά οι επόμενες ευρωεκλογές του Ιουνίου και η νέα Επιτροπή που θα έρθει – που μπορεί να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά).

Σημασία έχει η ύπαρξη του Νόμου. Η παραδοχή δηλαδή ότι ο άνθρωπος πρέπει να προστατευτεί από την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η δημοσίευση των θέσεων του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, ώστε να αρχίσει ο «τρίλογος», δεν είναι αυτονόητα. Κάποια νομοθετήματα «κολλάνε» για χρόνια. Άλλα απορρίπτονται ρητά και «επιστρέφονται» στην Επιτροπή. Επομένως, το γεγονός ότι για την Τεχνητή Νοημοσύνη όλοι κατέληξαν ότι απαιτείται πράγματι ρύθμιση και ότι το αρχικό κείμενο της Επιτροπής, μετά φυσικά από αλλαγές και τροποποιήσεις, είναι επαρκές για τον σκοπό αυτόν είναι και πρέπει να γιορταστεί ως επιτυχία. Αυτό άλλωστε εννοούσε η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου Μέτσολα, όταν είπε ότι «σήμερα γράφουμε ιστορία».

Ιστορία όμως δεν γράφεται μόνο «εσωτερικά» στην Ευρώπη, αλλά και «εξωτερικά». Η αλήθεια είναι ότι κανένα άλλο κράτος του κόσμου, ούτε καν η Αμερική ή η Κίνα, οι οποίες στο κάτω-κάτω πρωταγωνιστούν στις εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, δεν έχουν τολμήσει να νομοθετήσουν γι αυτές. Πρώτη η Ευρώπη προτείνει τέτοιο νόμο. Είναι επομένως πιθανότατο, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο νόμος της να αντιγραφεί από όλη την υπόλοιπη υφήλιο.

Τι λέει βασικά αυτός ο νόμος; Η βασική του ιδέα, και παραδοχή, είναι ότι οι εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης κατηγοριοποιούνται (και μπορεί να κατηγοριοποιηθούν) ανάλογα με τους κινδύνους που δημιουργούν για τον άνθρωπο. Αν συμφωνήσουμε σε αυτό (δεν είναι αυτονόητο, παρακαλώ σκεφτείτε αν μπορείτε να κατηγοριοποιήσετε το λογισμικό που ήδη γνωρίζετε και χρησιμοποιείτε…) τότε μπορούμε σχετικά εύκολα να αποδεχτούμε ότι οι υψηλού κινδύνου εφαρμογές πρέπει να απαγορευτούν ή πάντως να περιοριστούν ασφυκτικά, οι μέσου κινδύνου να ρυθμιστούν πιο χαλαρά και οι άνευ κινδύνου σχεδόν καθόλου.

Φυσικά δεν είναι εδώ ο χώρος κατάλληλος για νομική ανάλυση. Ούτε είναι αυτό που έχει σημασία. Σημασία έχει η ύπαρξη του Νόμου. Η παραδοχή δηλαδή ότι ο άνθρωπος πρέπει να προστατευτεί από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Η Ιστορία άλλωστε, αν αυτός είναι ο σκοπός μας, δεν γράφεται από τις λεπτομέρειες αλλά από το ίδιο το γεγονός. Ο GDPR, και η προστασία των προσωπικών δεδομένων, έγραψαν ιστορία αφού ξεκίνησαν από την Ευρώπη και πλέον κατέκτησαν όλον τον κόσμο ανεξαρτήτως από τις επιμέρους ρυθμίσεις τους. Είναι το γεγονός που μετράει: το γεγονός δηλαδή ότι χρειαζόμαστε νόμο για την προστασία των προσωπικών μας δεδομένων. Και, τώρα, το γεγονός ότι χρειαζόμαστε νόμο για να μας προστατεύσει από τις εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης.

Τι είναι εξίσου σημαντικό; Η ευελιξία. Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ο νόμος απαιτείται να έχει τις κεραίες του ανοιχτές. Να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να προσαρμόζεται. Να τροποποιεί τις διατάξεις του, εφόσον χρειαστεί. Όπως είπαμε, το βασικό ζητούμενο ήταν η παραδοχή ότι πράγματι χρειαζόμασταν έναν τέτοιο νόμο. Από τη στιγμή που η Ευρώπη την έκανε πρώτη και για όλους, για όλον τον πλανήτη, η συνέχεια είναι λιγο-πολύ προδιαγεγραμμένη: το πρώτο βήμα έγινε, η υλοποίηση δεν θα αργήσει και, αν λάβουμε υπόψη τις προηγούμενες επιδόσεις της Ευρώπης, θα είναι παραπάνω από ικανοποιητική.

Οι δημοσκοπήσεις αλλιώς

Δημοσιεύθηκε στο tomanifesto.gr, 2.06.2023

Εκλογές 2023 - Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου στο «Μανιφέστο»: Οι δημοσκοπήσεις αλλιώς

Καθώς τόσο στις πρόσφατες ελληνικές όσο και στις τουρκικές εκλογές οι αντίστοιχες δημοσκοπήσεις απέτυχαν να μας προετοιμάσουν κατάλληλα (στην πρώτη περίπτωση για το εύρος της διαφοράς, ενώ στη δεύτερη για το ίδιο το αποτέλεσμα), αναρωτιέται κανείς μήπως αυτό το μοντέλο παρουσιάζει πλέον ανυπέρβλητα προβλήματα.

Προφανώς, αυτό το θέμα είναι πολύ μεγάλο για να αναλυθεί εδώ, επομένως ακολουθούν μόνο μερικές σκέψεις. Αρχικά, για τη σκοπιμότητα: Οι δημοσκοπήσεις έχουν καταλήξει να είναι ένα απαραίτητο εργαλείο της Δημοκρατίας. Καθώς εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια, είναι σημαντικό η κοινή γνώμη να καταγράφεται συχνότερα, τόσο για γενικά όσο και για ειδικά θέματα πολιτικής.

Ο τρόπος όμως που διεξάγονται οι δημοσκοπήσεις παραμένει μη ψηφιακός. Συγκεκριμένα, κάθε αντίστοιχη εταιρεία ρωτά, μέσω τηλεφώνου ή διά ζώσης, ομάδες πολιτών για τις απόψεις ή τις προτιμήσεις τους. Θεωρητικά, όσο αντιπροσωπευτικότερο το δείγμα τόσο καλύτερα, δηλαδή ακριβέστερα, τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης.

Κατά τη γνώμη μου, εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: στο δείγμα των πολιτών. Το πρόβλημα προέρχεται από δύο πλευρές. Αρχικά, από τους ίδιους τους πολίτες. Ισως πριν από καιρό ο μέσος πολίτης να απαντούσε ανεπηρέαστα στις ερωτήσεις των δημοσκόπων. Αμφιβάλλω όμως αν αυτό ισχύει πλέον. Πιστεύω ότι πολλοί συμπολίτες μας, για διαφορετικούς λόγους καθένας, είτε κρύβουν την πραγματική γνώμη τους είτε δίνουν τη γνώμη που θεωρούν ότι περιμένουν να ακούσουν οι δημοσκόποι. Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι η εξοικείωση της κοινωνίας με τις δημοσκοπήσεις και η διαμόρφωση από καθέναν μιας γνώμης γι’ αυτές επηρεάζουν καθοριστικά τις απαντήσεις των πολιτών.

Το δεύτερο πρόβλημα, πάλι κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στο μη ψηφιακό μέρος της διαδικασίας. Η κοινωνία σήμερα ζει και επηρεάζεται από τον online κόσμο. Μπορεί το κλίμα στα social media (αν υποτεθεί ότι ήταν κυρίως αντι-κυβερνητικό) εξίσου να απείχε από το τελικό αποτέλεσμα, γεγονός όμως παραμένει ότι το online περιβάλλον είναι εξαιρετικά σημαντικό για να μην καταγράφεται. Να σημειωθεί επίσης ότι online περιβάλλον δεν είναι μόνο τα social media – για παράδειγμα, και οι μηχανές αναζήτησης ή η επισκεψιμότητα των ιστότοπων αποτελούν χρήσιμες πληροφορίες.

Τι μπορεί να γίνει; Υποθέτω, συνδυασμός όλων των παραπάνω. Αν υποτεθεί ότι το παραδοσιακό «δείγμα πολιτών» πλέον δεν είναι ανεπηρέαστο, τότε ψηφιακά εργαλεία ίσως μπορεί να βοηθήσουν ώστε η εικόνα να ξεκαθαρίσει. Οι δημοσκοπήσεις μπορεί να είναι απαραίτητες, όμως οι δημοσκοπήσεις χωρίς αξιοπιστία τόσο έναντι των πολιτών όσο και των πολιτικών καταλήγουν περισσότερο πρόβλημα παρά λύση.

Γενιά Ζ και Εργασία: Είναι τόσο διαφορετική;

Δημοσιεύθηκε στην Οικονομική Επιθεώρηση 6.05.2023,

Ειλικρινά δεν γνωρίζω πότε η ανθρωπότητα πρωτο-σκέφτηκε ότι κάθε επόμενη γενιά πρέπει να ζει καλύτερα από την προηγούμενη. Υποθέτω ότι αυτό θα συνέβη κατά τον ύστερο Διαφωτισμό, με την καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Μπορεί όμως να κάνω λάθος, συγχέοντας το αποτέλεσμα (την υποχρεωτική εκπαίδευση, ως μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης) με το αίτιο (την έμφυτη ανάγκη των γονιών να προστατεύσουν όσο καλύτερα μπορούν τα παιδιά τους). Ό,τι πάντως και να ισχύει, είμαι βέβαιος ότι η Ιστορία θα αντιμετωπίσει με συμπάθεια και κατανόηση τη, λεγόμενη, Γενιά Ζ (γεννηθέντες μεταξύ του 1995 και του 2012), τους σημερινούς εικοσάρηδες, δηλαδή.

Το βασικό πρόβλημα αυτής της γενιάς εύκολα το αντιλαμβάνεται κανείς: είναι εγκλωβισμένη μεταξύ των προσδοκιών και του παραδείγματος των γονιών τους, που πράγματι έζησαν καλύτερα από τους δικούς τους γονείς (αυτό αφορά τη δική μου γενιά, όσων γεννηθήκαμε μέχρι το 1979), του αμφιλεγόμενου παραδείγματος των Millennials (όσων δηλαδή γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 1994), που δεν ζουν όλοι καλύτερα από τους γονείς τους, και της σκληρής πραγματικότητας που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν σήμερα. Πως να μην ψάχνουν νέα κατεύθυνση και νέες λύσεις;

Αυτή η ανάγκη γίνεται εμφανέστερη στις εργασιακές της συνήθειες. Η Γενιά Ζ υποστηρίζεται ότι δεν μοιράζεται τις ίδιες προτιμήσεις με τις προηγούμενες: εκείνη «εργάζεται για να ζει», και όχι το αντίστροφο. Την ενδιαφέρουν τα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά της εργασίας, όπως το κοινωνικό της αποτύπωμα, η «ολιστική εμπειρία», και η προσωπική αυτό-εκπλήρωση. Ξεκάθαρο επίσης είναι ότι αναζητά ευκαιρίες απασχόλησης και εκτός της κύριας εργασίας: δεδομένης της τηλε-εργασίας, είναι σημαντικό γι αυτήν είτε να αποζημιώνεται με ικανή αμοιβή είτε να παρέχεται η δυνατότητα να συμπληρωθεί το εισόδημά της από άλλες, εκτός εργασίας, πηγές. (Όλα τα στοιχεία από την έρευνα του World Economic Forum, How to recruit Generation Z workers – and keep them, Ιανουάριος 2023.)

Όλα αυτά τα διαβάζω με ενδιαφέρον, δεν είμαι όμως σίγουρος αν ο συντάκτης (στην ουσία, η Generation Z, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την έρευνα) δεν πάσχει από το ίδιο πρόβλημα με μένα παραπάνω, της σύγχυσης δηλαδή του αποτελέσματος με το αίτιο.

Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό πρέπει παράλληλα με τις προτιμήσεις της Γενιάς Ζ να δει κανείς και το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζει και κινείται. Η κρίση του 2008 χτύπησε την πρώτη σειρά της Γενιάς Ζ αμέσως μόλις βγήκε στην αγορά. Στην ουσία, βγήκαν σε μια κλειστή αγορά εργασίας. Δέκα χρόνια μετά η ζήτηση ανέβηκε όμως οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι ενώ ταυτόχρονα ο πληθωρισμός «θερίζει» το (περιορισμένο, μην ξεχνάμε ότι είναι νέοι εργαζόμενοι) εισόδημά τους. Τέλος, ας μην ξεχνάμε και την εμπειρία του covid-19, που ναι μεν ανέδειξε την τηλε-εργασία όμως ταυτόχρονα οδήγησε στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων που, νομίζω ότι, κυρίως εικοσάρηδες απασχολούσαν.

Συνεπώς, στην πράξη οι σημερινοί εικοσάρηδες αμέσως μόλις βγήκαν στην αγορά εργασίας βρήκαν κυρίως κλειστές πόρτες. Οι λίγες ανοιχτές τους έδιναν μισθούς που, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, δεν ικανοποιούσαν. Πως κρίνεται το «μη ικανοποιητικό»; Μα, σύμφωνα με τις προσδοκίες που, εύλογα, τους δημιούργησαν οι γονείς τους, ότι θα ζήσουν καλύτερα από αυτούς.

Πως, επομένως, η Γενιά Ζ να μην αναπτύξει άμυνες, τώρα που η αγορά εργασίας επανήλθε και υπάρχει τεράστια ζήτηση; Πως να εμπιστευτεί εργοδότες που μέχρι πρότινος είχαν κλειστές τις πόρτες τους και που εξακολουθούν να προσφέρουν μη ικανοποιητικούς μισθούς; Πως να μην αναζητήσει ευελιξία στις εργασιακές της σχέσεις; Πως να μην επιλέξει μεταξύ εργοδοτών, όπου πλέον η επιλογή λαμβάνει υπόψη της και κριτήρια που δεν σχετίζονται άμεσα με το εργασιακό αντικείμενο;

Τα παραπάνω μπορεί (ίσως) να εξηγούν την αλλαγή, δεν θα πρέπει όμως να χρησιμοποιηθούν για την υποτίμησή της. Δεν αποσκοπούν να θεμελιώσουν ένα κυκλικό φαινόμενο της οικονομίας, όπου τώρα οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε θέση ισχύος, και συνεπώς επιλέγουν, ενώ σε λίγο τα πράγματα πάλι θ’ αλλάξουν. Οι αλλαγές στη νοοτροπία δεν ανατρέπονται. Το ίδιο και οι συνθήκες τηλε-εργασίας (που ασφαλώς αποκόπτουν τον «οργανικό» δεσμό με τον χώρο εργασίας). Το μόνο που μένει ίδιο είναι η ανάγκη του ανθρώπου να βελτιώσει τις συνθήκες του, να ζήσει καλύτερα από τους γονείς του. Αυτό θα το επιδιώξει με κάθε τρόπο, είτε εντός, είτε εκτός, είτε σε πολλούς χώρους εργασίας παράλληλα.